αἶψα

From LSJ
Revision as of 09:27, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἶψα Medium diacritics: αἶψα Low diacritics: αίψα Capitals: ΑΙΨΑ
Transliteration A: aîpsa Transliteration B: aipsa Transliteration C: aipsa Beta Code: ai)=ya

English (LSJ)

(Boeot. ἦψα prob. in corinn.BKT5(2).36), Adv. A quick, forthwith, on a sudden, freq. in Hom. (also αἶψα μάλα, αἶψα δ' ἔπειτα, Il.4.70, Od.15.193), cf. Sapph.1.13, Thgn.663, Sol.2, Pi.P.4.133, Emp.35.14, A.Supp.481.—Poet., exc. in Mon.Ant.18.322 (Gortyn).

Greek (Liddell-Scott)

αἶψα: ἐπίρρ., ταχέως, μετὰ ταχύτητος, αἴφνης, εὐθύς, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ (ὅστις συνδέει αὐτό· αἶψα μάλα, αἶψα δ’ ἔπειτα, Ἰλ. Δ. 70, Ὀδ. Ο. 193, = ἀμέσως, μετὰ ταῦτα)· οὕτω καὶ Θέογν. 663, Σόλων 2, Πινδ. Π. 4. 237, Αἰσχύλ. Ἱκ. 481 (ἐν διαλόγῳ)· σπάνιον παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς. (Ἐντεῦθεν αἰψηρός, λαιψηρός, ἃ ἰδέ).

French (Bailly abrégé)

adv.
promptement, aussitôt : αἶψα μάλα IL tout aussitôt.
Étymologie: cf. αἴφνης.

English (Autenrieth)

forthwith, at once, directly; αἶψα δ' ἔπειτα, αἶψα μάλα, αἶψα καὶ ὀτραλέως. αἶψά τε, speedily, in general statements, Od. 19.221.

English (Slater)

αἶψα
1 quickly αἶψα δἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο (P. 4.133) (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) frag., ]αἶψ[ Πα. 22e. 8. ]αἶψα μετ[ Δ. 4h. 3.

Spanish (DGE)

(αἶψᾰ) • Alolema(s): cret. αἶπσα ICr.4.91.1 (Gortina V a.C.)
al punto, rápidamente, en seguida, αἶψα μαλ' ... ἐλθέ Il.4.70, cf. 1.303, αἶψα δ' ἔπειτα Od.15.193, Hes.Sc.465, αἶ. δὲ δεῖπνον ἕλοντο Od.9.86, αἶ. ... κατέπαυσεν Hes.Th.87, οὐδ' αἶψα λιμὸν οἰκίης ἀπώσεται Semon.8.101, νεφέλας αἶ. διεσκέδασεν Sol.1.18, αἶ. δ' ἀπολήγουσ' ἄνεμοι Theoc.22.19, αἶ. γὰρ φάτις γένοιτο Sol.2.5, cf. Thgn.663, Pi.P.4.133, Emp.B 35.14, A.Supp.481, αἶψα δὲ κυμαίνουσαν ἀπαίνυτο χυτρίδα κοίλην Call.Fr.244, αἶψα γὰρ ἦλθεν στιβήεις ἄγχαυρος Call.SHell.288.63, αἶπσα [δ] ὲ Ϝεργακσάμενος ICr.l.c., cf. Hes.Op.45, Tyrt.8.21, Sapph.1.13, αἶ. θανὼν μετὰ ... tras morir justo después de ..., IG 14.63.1 (Siracusa V d.C.).
• Etimología: Cf. αἰπύς.

Greek Monolingual

αἶψα επίρρ. (Α)
1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς
2. ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. αἰπ-σ-ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος, αἰπὺς (πρβλ. και το επίρρ. αἴφνης). Οπωσδήποτε, η παρουσία του -σ- είναι δυσερμήνευτη.
ΠΑΡ. αρχ. αἰψηρός.

Greek Monotonic

αἶψα: επίρρ., γρήγορα, με ταχύτητα, αστραπιαία, ξαφνικά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

αἶψα: adv. тотчас же, немедленно, быстро Hom., Aesch., Pind.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: quickly, suddenly (Il.)
Derivatives: αἰψηρός quick (Il.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Sommer IF 11, 243 connected the word with αἰπύς (steep, q.v.) as *αἰπ-σ-α; rather with Fur. 158 as a substr. word with lab. \/ ψ. Frisk added: "Hierher wohl auch αἴφνης aus *αἰπ-σ-να-ς." Fur. further connects ἐξαίφνης. ἐξαπίνης, ἄφαρ, ἄφνω; see Beekes, Pre-Greek.

Middle Liddell

quick, with speed, on a sudden, Hom.

Frisk Etymology German

αἶψα: {aĩpsa}
Grammar: Adv.
Meaning: schnell, plötzlich (Hom., poet.),
Derivative: davon αἰψηρός schnell, rasch (Hom., Pi. u. a.; zur Bildung Schwyzer 482:7, Chantraine Formation 232).
Etymology : Wahrscheinlich mit Sommer IF 11, 243 zu αἶπος, αἰπύς ("jäh") als *αἰπσ-α; wegen des auslautenden -α vgl. Schwyzer 622f. Hierher wohl auch αἴφνης aus *αἰπσ-νας.
Page 1,48