βλαστημώ

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

(-άω) (AM βλασφημῶ, -έω)
1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
2. αναθεματίζω, καταριέμαι
μσν.- νεοελλ.
οικτίρω
νεοελλ.
1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον
2. φρ. «βλαστήματα» — εκδήλωση στενοχώριας και απογοήτευσης
αρχ.
δυσφημώ, συκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τα βλασφημώ και βλασφημία (πρβλ. ευφημώ, ευφημία) είναι αρχαιότερα της υποτιθέμενης πρωταρχικής λ. βλάσφημος και σχηματίστηκαν πιθ. ως «σύνθετα εκ συναρπαγής» όπως και τα ανδραγαθώ, ανδραγαθία (< ανήρ αγαθός), δειροτομώ (< δειρήν τέμνειν), πολιορκώ, πολιορκία (< πόλις + έρκος) με βάση το πρότυπο του οινοχοώ: οινοχόος: οίνον χειν. Τα βλασφημώ, βλασφημία, βλάσφημος έχουν ως β' συνθετικό τη φήμη, ενώ το α' συνθετικό είναι άγνωστης προέλευσης. Ο συσχετισμός του α' συνθετικού με το μέλεος «αργός, αδιάφορος» δεν είναι μορφολογικά και σημασιολογικά δυνατός, η δε σύνδεσή του με τα βλάβος, βλαψ δημιουργεί φωνητικές δυσκολίες. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ομάδα του βλασφημώ ανήκει στην κατηγορία των εκφραστικών σχηματισμών με γενικά άγνωστο τον α' όρο (πρβλ. αγανακτώ, κερτομώ). Το νεοελλ. βλαστημώ < αρχ. βλασφημώ, με ανομοίωση].