κλειτός

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτός Medium diacritics: κλειτός Low diacritics: κλειτός Capitals: ΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: kleitós Transliteration B: kleitos Transliteration C: kleitos Beta Code: kleito/s

English (LSJ)

ή, όν, κλείω B) A renowned, famous, ἐπίκουροι Il.3.451, 6.227, etc.; βασιλῆες Od.6.54; γενεά Pi.N.6.61; of things, splendid, excellent, ἑκατόμβη Il.4.102, cf. Pi.P.10.33; Πανοπεύς, Ἰωλκός, Il.17.307, Pi.P.4.77.

German (Pape)

[Seite 1448] eigtl. adj. verb. zu κλείω, berühmt, ruhmvoll; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, ἑκατόμβη, ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. κλυτός. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.

Greek (Liddell-Scott)

κλειτός: -ή, -όν, (κλείω Β) πεφημισμένος, περίφημος, ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς ἔξοχος, ἑκατόμβη Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ αὐτοῦ συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. κλυτός. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 illustre, célèbre;
2 digne d’être vanté, superbe, magnifique.
Étymologie: adj. verb. de κλείω².

English (Autenrieth)

(κλέος): celebrated, famous, epithet of persons and of things; esp. ἐπίκουροι, ἑκατόμβη, Γ , Il. 1.447. (Il. and Od. 6.54.)

English (Slater)

κλειτός
   1 illustrious κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (P. 4.77) κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33) [κλειταῖς ἐν Ἀμύκλαῖς v. l. κλυταῖς) (P. 11.32) ] ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) κλειτᾷ γενεᾷ (N. 6.61) ]κλειτα[ Θρ. 6. 4.

Greek Monolingual

(I)
κλειτός, -ή, -όν (Α)
1. (για πρόσ., γενεά, πόλεις) φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος («μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας», Ομ. Οδ.)
2. (για πράγματα) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, έξοχος («ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεF-ετός < θ. κλεF- (πρβλ. κλέος). Ο τ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα της ρίζας και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του κλυτός.
(II)
κλειτός, -ή, -όν (Α) κλείω (Ι)]
κλειστός.

Greek Monotonic

κλειτός: -ή, -όν (κλείω Β) = κλεινός, σε Όμηρ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κλειτός: 3, редко
1) славный, прославленный (βασιλῆες Hom.);
2) пышный (ἑκατόμβη Hom.; Ἰωλκός Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειτός -ή -όν [κλέω] beroemd, vermaard.

Frisk Etymological English

Meaning: famous
See also: s. κλύω.

Middle Liddell

κλειτός, ή, όν [κλείω2] = κλεινός, Hom., Pind.]

Frisk Etymology German

κλειτός: {kleitós}
Meaning: berühmt
See also: s. κλύω.
Page 1,869