κλειτός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ή, όν, κλείω B) A renowned, famous, ἐπίκουροι Il.3.451, 6.227, etc.; βασιλῆες Od.6.54; γενεά Pi.N.6.61; of things, splendid, excellent, ἑκατόμβη Il.4.102, cf. Pi.P.10.33; Πανοπεύς, Ἰωλκός, Il.17.307, Pi.P.4.77.
German (Pape)
[Seite 1448] eigtl. adj. verb. zu κλείω, berühmt, ruhmvoll; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, ἑκατόμβη, ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. κλυτός. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.
Greek (Liddell-Scott)
κλειτός: -ή, -όν, (κλείω Β) πεφημισμένος, περίφημος, ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς ἔξοχος, ἑκατόμβη Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ αὐτοῦ συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. κλυτός. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 illustre, célèbre;
2 digne d’être vanté, superbe, magnifique.
Étymologie: adj. verb. de κλείω².
English (Autenrieth)
(κλέος): celebrated, famous, epithet of persons and of things; esp. ἐπίκουροι, ἑκατόμβη, Γ , Il. 1.447. (Il. and Od. 6.54.)
English (Slater)
κλειτός
1 illustrious κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (P. 4.77) κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33) [κλειταῖς ἐν Ἀμύκλαῖς v. l. κλυταῖς) (P. 11.32) ] ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) κλειτᾷ γενεᾷ (N. 6.61) ]κλειτα[ Θρ. 6. 4.
Greek Monolingual
(I)
κλειτός, -ή, -όν (Α)
1. (για πρόσ., γενεά, πόλεις) φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος («μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας», Ομ. Οδ.)
2. (για πράγματα) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, έξοχος («ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεF-ετός < θ. κλεF- (πρβλ. κλέος). Ο τ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα της ρίζας και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του κλυτός.
(II)
κλειτός, -ή, -όν (Α) κλείω (Ι)]
κλειστός.
Greek Monotonic
κλειτός: -ή, -όν (κλείω Β) = κλεινός, σε Όμηρ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κλειτός: 3, редко
1) славный, прославленный (βασιλῆες Hom.);
2) пышный (ἑκατόμβη Hom.; Ἰωλκός Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλειτός -ή -όν [κλέω] beroemd, vermaard.
Frisk Etymological English
Meaning: famous
See also: s. κλύω.
Middle Liddell
κλειτός, ή, όν [κλείω2] = κλεινός, Hom., Pind.]
Frisk Etymology German
κλειτός: {kleitós}
Meaning: berühmt
See also: s. κλύω.
Page 1,869