νάκη

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάκη Medium diacritics: νάκη Low diacritics: νάκη Capitals: ΝΑΚΗ
Transliteration A: nákē Transliteration B: nakē Transliteration C: naki Beta Code: na/kh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, A woolly or hairy skin, ἂν δὲ νάκην ἕλετ' αἰγός Od.14.530; also of sheep, Lyc.1310; αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Paus.4.11.3. (Cf. OE. næsc 'leather'.)

German (Pape)

[Seite 228] ἡ, wolliges Fell, Vließ, bes. der Ziege, Od. 14, 530, u. des Schaafes, vgl. das bes. bei Sp. gebräuchlichere νάκος; E. M. unterscheidet νάκη als Ziegenfell von κώδιον, Schaaffell.

Greek (Liddell-Scott)

νάκη: [ᾰ], ἡ, δέρμα δασύμαλλον, ἂν δὲ νάκην ἕλετ’ αἰγὸς Ὀδ. Ξ. 530· ὡσαύτως προβάτου, Λυκόφρων 1310· αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Παυσ. 4. 11, 3. Πρβλ. νάκος.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
c. νάκος.
2ῶν (τά) :
pl. de νάκος.

English (Autenrieth)

hairy skin; αἰγός, Od. 14.530†.

Greek Monolingual

νάκη, ἡ (Α)
δασύμαλλο δέρμα, ιδίως αίγας ή προβάτου, προβιά («περιεβέβληντο αἰγῶν νάκας καὶ προβάτων», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τής ίδιας πιθ. ετυμολ. οικογένειας με το αγγλοσαξ. noesc «μαλακό δέρμα» και το αρχ. πρωσ. nognan «δέρμα» από ΙΕ ρ. nak-s-. Δεν φαίνεται, αντίθετα, πιθανή η σύνδεσή του με το νάσσω «συμπιέζω». Το ζεύγος τών παράλλ. τ. νάκος / νάκη ανάλογο τών νάπος / νάπη, βλάβος / βλάβη.

Greek Monotonic

νάκη: [ᾰ], ἡ, δέρμα καλυμμένο από μαλλί ή τρίχωμα, δέρμα προβάτου ή κατσίκας, προβιά σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

νάκη:
I ἡ Hom. = νάκος.
II τά pl. к νάκος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: woollen skin, fleece, esp. of sheep a. goat (ξ 530, Lyc., Paus.);
Other forms: more usual νάκος n. (Pi., Hdt., Simon., inscr.).
Compounds: As 1. member a.o. in νακο-δέψης m. tenner (Hp.), as 2. member in κατωνάκη f. coarse cloth, worn by slaves working on the field, with a front of sheepskin (Ar.), prop. a bahuvrihi; on ἀρνακίς s. ἀρήν.
Derivatives: νακύριον δέρμα H.; formation unclear (hypothetical combinations by v. Blumenthal Hesychst. 14f.), perh. with Schmidt to be changed into νακύ<δ>ριον (like μελ-ύδριον a.o.; Chantraine Form. 72 f.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With νάκος : νάκη cf. νάπος : νάπη and the not rare abstract pairs like βλάβος : βλάβη (on this Bolelli Stud. itfilcl. NS. 24, 98ff.); νάκος like εἶρος, φᾶρος a.o., νάκη like λώπη a.o. -- Without immediate agreement outside Greek. Since Lidén IF 18, 410 f. one connects the in German. isolated OE næsc soft leather like e.g. deer-skin, which through PGm. *naska-, -ō- may represent IE *nak-s-ko-, -ā-; here also OPr. nognan leather, if for noknan from IE nāk-no- (Lidén Stud. 66 f.). More dubious is the connection with Goth. snaga m. ἱμάτιον', s. Lidén l.c. and Feist Vgl. Wb. w. lit. -- WP. 2, 316f., Pok. 754. Cf. νάσσω. Rather a Pre-Greek word; Fur. 294, 305; the form νακύριον may point in the same direction.

Middle Liddell

νᾰ́κη, ἡ,
a wooly or hairy skin, a goatskin, Od.