πτύξ

From LSJ
Revision as of 13:25, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύξ Medium diacritics: πτύξ Low diacritics: πτυξ Capitals: ΠΤΥΞ
Transliteration A: ptýx Transliteration B: ptyx Transliteration C: ptyks Beta Code: ptu/c

English (LSJ)

ἡ (nom. only Gramm., Hdn.Gr.1.396, Hsch.), dat. A πτῠχί Il. 20.22: pl. πτύχες, πτύχας, 7.247, al., Hes.Sc.143, etc.: after Hom. πτῠχή, ῆς, which prevails in Pi. (v. infr. 11) and Trag.; the metre requires acc. sg. πτύχα in E.Supp.979 (lyr.), but acc. pl. πτυχάς in S.Fr.144; in other places either πτύχας or πτυχάς will suit the metre:—poet. word, layer, plate, mostly in plural, σάκεος πτύχες plates of metal or leather, in strong shields, Il.18.481, cf. 7.247, 20.269, Hes.Sc.143. 2 fold (i.e.folded piece) of a garment, in plural, first in h.Cer.176, then in S.Fr.494, E.Supp.979 (lyr.); of the entrails, κατὰ σπλάγχνων πτυχάς ib.212; εἰς τὰς πτυχάς Arist.HA549a17; coats of the stomach, Gal.2.556; layers of muscles, Id.18(2).944. 3 writing tablets, ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα A.Supp.947; γραμμάτων πτυχὰς ἔχων S.Fr.144; ἐν δέλτου πτυχαῖς E.IA98, cf. IG9 (1).880.10 (Corc.). II in hilly country, folds, glens, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Il.11.77; πτύχες ἠνεμόεσσαι (from the wind that rushes down narrow mountain-clefts), Od.19.432; also in sg., πτυχὶ Οὐλύμποιο, Παρνησοῖο, Il.20.22, h.Ap.269, h.Merc.555; πτυχαὶ Κρισαῖαι, Πίνδου, Πέλοπος, Pi.P.6.18,9.15, N.2.21; ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς S.OT 1026, cf. E.Supp.757, Ba.62, Andr.1277; Αὐλίδος κατὰ πτυχάς Id.IT1082, cf. 9: also of the sky, πτυχαὶ αἰθέρος, οὐρανοῦ, Id.Or.1631, Hel.44, Ph.84: sg., μέχρις οὐρανοῦ πτυχός Ezek.Exag.69. III metaph., ὕμνων πτυχαί folds of song, i.e. sinuous songs, Pi.O.1.105. IV acc. pl. πτυχάς or πτύχας leaves of a folding door, metaph., ὁ κλείσας οὐρανοῦ δισσὰς π. PMag.Par.1.190; nom. πτύχες, = θύραι, σανίδες, Poll.10.24. V πτυχή, , the part of a ship on which her name was inscribed, Sch.A.R.1.1089; cf. πτυχίς.

German (Pape)

[Seite 811] ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form πτυχή, alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; πέντε δ' ἄρ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. πτυκτός. – Nach Poll. auch αἱ θύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; τάχα δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. πτυχή); ναπαίαις ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; εἶμι Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῦ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰθέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist πτυχή am Schiffe ὅπου τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα, also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch πτυχίς.

Greek (Liddell-Scott)

πτύξ: ἡ, (ἡ ὀνομ. αὕτη παρὰ τοῖς Γραμμ.), δοτ. πτῠχὶ Ἰλ. Υ.

French (Bailly abrégé)

πτυχός (ἡ) :
acc. rare πτύχα ; plur. régul. sauf au datif (on emploie πτυχαῖς de πτυχή);
ce qui se plie :
1 cuir ou lame de métal recouvrant un bouclier;
2 tablette ou feuillet pour écrire;
3 repli ou anfractuosité d’une montagne d’ord. au plur. ; p. ext. αἱ πτύχες replis, profondeurs du ciel.
Étymologie: R. Πτυχ, plier ; cf. πτύσσω.

English (Autenrieth)

πτυχός (πτύσσω): fold, layer, of the layers of a shield, Il. 18.481 (see cut No. 130); fig., of mountains, cleft, vale, ravine, Il. 11.77, Il. 20.22, Od. 19.432.

English (Slater)

πτύξ (cf. πτυχά b.)
   1 valley ]πτυχὶ Τομάρου[ i. e. the site of Dodona fr. 59. 7.

Greek Monolingual

πτυχός, ἡ, Α
βλ. πτυχή.

Greek Monotonic

πτύξ: ἡ (όχι σε ονομ., στη θέση της χρησιμ. η πτυχή), δοτ. πτῠχί, αιτ. πτύχα, πληθ. πτύχες, πτύχας (πτύσσω
I. πτυχή, φύλλο από μέταλλο, στρώμα, δίπλωμα, κυρίως στον πληθ., πτύχες σάκεος, στρώματα από μέταλλο ή δέρμα που χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν την ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.· πτυχές ενδύματος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· λέγεται για τα εντόσθια ζώου, σε Ευρ.· λέγεται για πλάκες γραφής (πρβλ. πτυκτός), σε Τραγ.
II. στον πληθ., για πλευρές βουνού (που από μακριά φαίνεται να έχει πτυχές), χαραμάδα, φαράγγι, λαγκάδι, γκρεμός, χαράδα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, επίσης, λέγεται για τον ουρανό με τις πτυχές που σχηματίζουν τα σύννεφα, σε Ευρ.· μεταφ., ὕμνων πτυχαί, για τις ποικίλες μορφές και στροφές της ποίησης, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτύξ -υχός, ἡ, post-hom. πτυχή -ῆς, ἡ [~ πτύσσω] nom. sing. komt niet voor; na Hom. nom. sing. πτυχή -ῆς plooi, vouw:; πέπλων van een jurk Eur. Suppl. 979; κατὰ σπλάγχνων πτυχάς in de plooien van de ingewanden Eur. Suppl. 212; laag:; ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onverwoestbare brons spleet dwars door zes lagen (van het schild) Il. 7.247; blaadje:; ἐν πτυχαῖς βύβλων op de gevouwen bladen van een brief Aeschl. Suppl. 947; ἐν δέλτου πτυχαῖς op een schrijftablet Eur. IA 98; overdr.. ὕμνων πτυχαί rijkgeplooide liederen Pind. O. 1.105. vallei, kloof, meestal plur.: πτύχας Οὐλύμποιο valleien van de Olympus Il. 11.77; πτυχαὶ οὐρανοῦ de diepten van de hemel Eur. Phoen. 84.

Russian (Dvoretsky)

πτύξ: πτῠχός ἡ (только gen., dat. πτῠχί, acc. πτύχα, а в pl.: nom. πτύχες и acc. πτύχας)
1) складка (πέπλων Eur.);
2) ущелье, ложбина Pind., Soph.: πτύχες ἠνεμόεσσαι Hom. обдуваемые ветром ущелья;
3) слой, ряд (πέντε ἔσαν σάκεος πτύχες Hom.).

Middle Liddell

[not in nom., πτυχή being used instead πτύσσω
I. a fold, leaf, plate, mostly in plural, πτύχες σάκεος plates of metal or leather used to form a shield, Il.: the folds of a garment, Hhymn., Eur.; of the entrails, Eur.:—of writing tablets (cf. πτυκτόσ), Trag.
II. in plural of the sides of a hill (which viewed from a distance appears to be in folds), a cleft, glen, corrie, combe, Hom., etc.; also in sg., Il., Soph.:—so also of the sky with its cloud-clefts, Eur.:—metaph., ὕμνων πτυχαί varied turns of poesy, Pind.