κάθαρση

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) καθαίρω
1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῑσι Λυδοῑσι καὶ τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.)
2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα του ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην τραγωδία («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Αριστοτ.)
3. η αποβολή βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, φυσική ή με φάρμακα, σωματική κένωση
νεοελλ.
1. ο καθαρισμός ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες
2. η εκκαθάριση («η κάθαρση της κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας»)
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) λύτρωση, χωρισμός της ψυχής από το σώμα («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
2. το κλάδεμα τών δέντρων
3. ο καθαρισμός, το κοσκίνισμα του σίτου
4. ο καθαρισμός της γης
4. αποσαφήνιση, διευκρίνηση.