τρίμηνος

From LSJ
Revision as of 13:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμηνος Medium diacritics: τρίμηνος Low diacritics: τρίμηνος Capitals: ΤΡΙΜΗΝΟΣ
Transliteration A: trímēnos Transliteration B: trimēnos Transliteration C: triminos Beta Code: tri/mhnos

English (LSJ)

ον, (μήν) A of three months, χρόνος S.Tr.164; so ἡ τ. period of three months, Hdt. 2.124, IG22.1358 ii 7, 11, al., PCair.Zen.124.5, 440.4 (iii B. C.); τὸ τ. Plb.1.38.6, etc.; τ. παιδία born after three months, Com.Adesp.213: neut. as Adv., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Hp.Aph.5.45. 2 three months old, Arist.HA562b28. 3 πυροὶ τ. wheat sown in spring, so as to ripen in three months, Philyll.4, cf. Thphr.HP8.1.4, CP4.11.1, PCair.Zen.155.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1144] dreimonatlich, von drei Monaten, χρόνος Soph. Trach. 163; drei Monat alt, ἡ τρίμηνος, Zeit von drei Monaten, Her. 2, 124; Pol. 12, 12, 1 u. öfter; πυρὸς τρ., Sommerweizen, der im Frühjahr gesäet u. in drei Monaten reif wird.

Greek (Liddell-Scott)

τρίμηνος: -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τριῶν μηνῶν ἀποτελούμενος, χρόνος Σοφ. Τρ. 164· οὕτως, ἡ τρίμηνος, περίοδος ἐκ τριῶν μηνῶν, Ἡρόδ. 2. 124· τὸ τρίμηνον Πολύβ. 1. 38, 6, κλπ.· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254. 2) τριῶν μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6· πυροὶ τρίμηνοι, σῖτος σπαρεὶς κατὰ τὸ ἔαρ, ὥστε νὰ ὡριμάζῃ ἐντὸς τριῶν μηνῶν, αὐτὸς φέρων πάρειμι ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμοὺς Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois mois, trimestriel ; ἡ τρίμηνος, τὸ τρίμηνον trimestre ; τρίμηνος σῖτος blé qu’on sème et qu’on récolte en trois mois, blé de mars.
Étymologie: τρεῖς, μήν².

English (Thayer)

τρίμηνον (τρεῖς and μήν), of three months (Sophocles, Aristotle, Theophrastus, others); neuter used as a substantive, a space of three months (Polybius, Plutarch, Hebrews 11:23.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίμηνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες
2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία»)
3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν)
χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.τρίμηνος
η τριμηνία
2. (το ουδ. στην αιτ. πληθ. ως επίρρ.) τρίμηνα
ανά τριμηνία
3. φρ. «πυρὸς τρίμηνος» — σιτάρι του οποίου η σπορά έγινε κατά την άνοιξη, ώστε να ωριμάσει μέσα σε τρεις μήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μηνός (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑξά-μηνος].

Greek Monotonic

τρίμηνος: -ον (μήν), αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ τρίμηνος, περιοδος τριών μηνών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρίμηνος: II ἡ Her. = τρίμηνον.
трехмесячный Soph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίμηνος -ον [τρι -, μήν] gedurende drie maanden; subst. ἡ τρίμηνος periode van drie maanden. drie maanden lang.

Middle Liddell

τρί-μηνος, ον, [μήν]
of three months, Soph.; so, ἡ τρίμηνος a period of three months, Hdt.

Chinese

原文音譯:tr⋯mhnon 特里-門農
詞類次數:形,名(1)
原文字根:三-月
字義溯源:三個月(之久);由(τρεῖς / Τρεῖς ταβέρναι)*=三)與(μήν2)*=月)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 三個月(1) 來11:23