ἀλύπητος

From LSJ
Revision as of 12:06, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡπητος Medium diacritics: ἀλύπητος Low diacritics: αλύπητος Capitals: ΑΛΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: alýpētos Transliteration B: alypētos Transliteration C: alypitos Beta Code: a)lu/phtos

English (LSJ)

ον,
A not pained or not grieved, S.Tr. 168.
II Act., not causing pain, S.OC1662 (but v. sub ἀλάμπετος): so Adv. ἀλυπήτως Pl.Lg.958e.

German (Pape)

[Seite 110] ungekränkt, nichtbetrübt, βίος Soph. Trach. 167; γῆς βάθρον O. C. 1658, mit der v.l. ἀλάμπετος, wird act. erkl., nicht betrübend, schmerzlos, wie es Hippocr. braucht; ebenso adv., Plat. Legg. XII, 958 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύπητος: -ον, ὁ μὴ λυπούμενος ἢ θλιβόμενος, Σοφ. Τρ. 168. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν πόνον ἢ λύπην, Σοφ. Ο. Κ. 1662 (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. ἀλάμπετος): οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Νόμ. 958Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exempt de chagrin;
2 qui ne cause pas de chagrin.
Étymologie: ἀ, λυπέω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1libre de penas, sin tristeza, βίος S.Tr.168, αἰών 2Ep.Clem.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.
2 no dañino, inofensivo c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.Fr.1.9 Bond.
II adv. ἀλυπήτως = sin dolor, sin pena τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.Lg.958e, Clem.Al.Strom.7.12.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)
αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
2. αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί κανείς
3. αφειδής, άφθονος
4. επίρρ. αλύπητα
α) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληρά
β) αφειδώς, άφθονα
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός
2. επίρρ. αλυπήτως
δίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.
ΠΑΡ. αλυπησιά].

Greek Monotonic

ἀλύπητος: -ον (λῡπέω),
I. αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλύπητος: (ῡ)1) не знающий горя, беспечальный (βίος Soph.);
2) освобождающий от печалей (γῆς βάθρον Soph. - v.l. ἀλάμπετος).

Middle Liddell

[λῡπέω]
I. not pained or grieved, Soph.
II. act. not causing pain, Soph.

English (Woodhouse)

painless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)