διατεταμένως
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Adv., (διατείνω) A with might and main, earnestly, δ. φεύγειν Arist.EN1166b28; ἐνεργεῖν ib.1175a8, cf. Plu.Cat.Mi.26, Iamb.Protr.19, Hierocl.in CA20p.464M.
German (Pape)
[Seite 606] mit Anstrengung, nachdrücklich; φεύγειν Arist. Eth. 9, 4; εἰπεῖν Plut. Cat. min. 26.
Greek (Liddell-Scott)
διατετᾰμένως: ἐπίρρ. (διατείνω), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec contention, avec effort, de toute sa force.
Étymologie: διατεταμένος, part. pf. Pass. de διατέμνω.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διατείνω con vehemencia, decididamente ἐνεργεῖν Arist.EN 1175a8, φευκτέον τὴν μοχθηρίαν δ. Arist.EN 1166b28, ἐπειπεῖν ... δ. Plu.Cat.Mi.26, δ. πιστεύειν estar plenamente convencido Gal.5.457, οἳ ... δ. ἐνῆγον μὴ σιωπᾶν τὰ κοινὰ τῶν ἔργων los cuales me rogaron encarecidamente que no silenciara los hechos de importancia general Eun.Hist.1.92, cf. Iambl.Protr.19, Hierocl.in CA 20.9.
Russian (Dvoretsky)
διατετᾰμένως:
1) всеми силами, всячески (φευκτέον τὴν μοχθηρίαν Arst.);
2) решительно, категорически (ἐπειπεῖν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατεταμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διατείνω, uit alle macht.