ἀπόστημα
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ατος, τό, A distance, interval, ἀ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael.294a4; τῶν σφαιρῶν Id.Metaph.1073b33, cf. Phld.Sign.9, etc.; ἐξ ἀ. θεωρεῖσθαι Epicur.Ep.2p.39U.; ὅπλα τὰ ἐξ ἀ. λεγόμενα Ascl.Tact.1.2. 2 degree of descent from an ancestor, τοῖς ἀ. πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.EN1100a26. 3 abscess, Hp. Aph.7.36, Arist.Pr.885b31, Thphr.Od.59.
German (Pape)
[Seite 327] τό, 1) Abstand, Entfernung, Arist. Eth. Nic. 1, 10, 5; Pol. 1, 9; ἐξ ἀποστήματος, aus der Ferne, 10, 30, 7. – 2) Absonderung; bei den Medic. Geschwür, Absceß.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστημα: τό, διάστημα, διάλειμμα, ὡς τὸ ἀπόστασις Ι. 3, ἀπ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9· τῶν ἄστρων ὁ αὐτ. Μεταφ. 11. 8,11· τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν, ἐν σχέσει πρὸς χρονικὸν διάστημα ἢ κατ’ ἄλλους πρὸς ἠθικὴν ἑτεροιότητα καὶ ἀπόστασιν ἐκ τῶν προγονικῶν ἠθῶν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 4 (ἔκδ. Κοραῆ σ. 15 καὶ 220). 2) ἀπόστημα, κυρίως μετὰ πυρετόν, Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. Ἀριστ. Πρβλ. 6. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 61.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 éloignement, distance ; intervalle;
2 apostème, abcès.
Étymologie: ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 distancia τῶν ἄστρων Simp.in Cael.471.4 (= Anaximand.A 19), τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael.294a4, τῶν σφαιρῶν Arist.Metaph.1073b33, cf. Phld.Sign.9.18, 30, Eudox.Fr.10, Plu.2.935d, Hero Aut.24.2
•ἐξ ἀποστήματος a distancia θεωρούμενα Epicur.Ep.[3] 91, cf. Ascl.Tact.1.2
•ἐν ἀποστήματι a distancia συνεῖχεν Plb.1.9.4, cf. 3.95.6.
2 grado de alejamiento en la descendencia τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.EN 1100a26
•alejamiento, cosa alejada del hombre con respecto a las leyes del cosmos, M.Ant.2.16, 4.29.
3 en medic. absceso, apostema ἀπόστημα προσδέχου ἐσόμενον ἔξω Hp.Aph.7.36, cf. Arist.Pr.885b31, Thphr.Od.59, Gal.17(1).958, PMich.660.8 (VI d.C.).
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀπόστημα) αφίστημι
συλλογή πύου σε κοιλότητα που σχηματίζεται από την εξέλιξη μιας φλεγμονής
αρχ.
απόσταση, διάστημα.
Greek Monotonic
ἀπόστημα: -ατος, τό (ἀφίσταμαι), τοπική απόσταση, ενδιάμεσο διάστημα, διάλειμμα, χρονική απόσταση· τοῖς ἀποστήμασιν πρὸς τοὺς γονεῖς, σε σχέση προς το χρονικό διάστημα, ή ως προς την ηθική απόσταση ή την απομάκρυνση από τα πατροπαράδοτα έθιμα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόστημα: ατος τό
1) дальность, расстояние (τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arst.);
2) разница: τοῖς ἀποστήμασι πρός τινα ἔχειν Arst. во многом отличаться от кого-л.;
3) нарыв, язва (ἰξίαι καὶ τὰ ἄλλα ἀποστήματα Arst.; перен., бран. ἀ. πόλεως Plut.).
Middle Liddell
[ἀφίσταμαι]
distance, interval, τοῖς ἀπ. πρὸς τοὺς γονεῖς in point of intervals, in relation to one's parents, Arist.