ἁλμυρίς

From LSJ
Revision as of 16:00, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλμῡρίς Medium diacritics: ἁλμυρίς Low diacritics: αλμυρίς Capitals: ΑΛΜΥΡΙΣ
Transliteration A: halmyrís Transliteration B: halmyris Transliteration C: almyris Beta Code: a(lmuri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A anything salt, and so, 1 salt humour, Hp. Epid.3.13; salt scum, Arist.Mete.357b4. 2 salt soil or salt land, Thphr.CP2.5.4, LXX Jb.39.6, PPetr.3p.237, etc.; in Attica, = ἁλίπεδον, IG2.1059, Hsch.: pl., Ἁλμυρίδες, Ar.Fr.132. 3 kind of κράμβη, Brassica cretica, Eudem. ap. Ath..369e, POxy.736.73 (i B. C.): pl., Diocl.Fr.138, Plu.2.801a. b = ἅλιμον, Aët.1.21. II saliness, D.S.3.39.

German (Pape)

[Seite 108] ίδος, ἡ, Salzwasser, Theophr. salziger Boden, bes. eine Gegend am Piräeus, Hesych., Inscr. 103; κράμβη. eine Kohlart, Ath. IX, 369 e; – in Salz Eingepökeltes, Plut. an seni 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμῠρίς: -ίδος, ἡ, πᾶν τὸ ἁλμυρόν, ἑπομένως, 1) ἁλμυρὸς χυμός, ἁλμυρὸν ὑγρόν, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1089˙ ἁλμυρὸς ἀφρός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13. 2) πρᾶγμα δι’ ἅλμης τεταριχευμένον, Πλούτ. 2. 801Α. 3) εἶδος κράμβης φυομένης ἐν Ἐρετρίᾳ, Κύμῃ, Ρόδῳ, κτλ., «τῇ δ’ ἡδονῇ πρώτην κεκρίσθαι τὴν ἁλμυρίδα», Ἀθήν. 369F. 4) ἁλμυρὸν ἔδαφος ἢ γῆ, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 4, Ἑβδ. (Ἰώβ, λθϳ, β), παράλιόν τι μέρος τῆς Ἀττικῆς, «ἁλμυρίδες, αἰγιαλοί, καὶ τόπος ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὰς ἐσχατιάς, οὗ τοὺς νεκροὺς (τῶν κακούργων δηλ.) ἐξέβαλλον», Ἡσύχ.˙ πρβλ. ἁλίπεδον. ΙΙ. = ἁλμυρότης, «ἁρμυράδα», Διόδ. 3. 39.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
I 1secreción salina ἁλμυρίδες οὐδὲν ἠνώχλεον Hp.Epid.3.13
residuo salino ὑφίσταται ἁ. ... ἐν τοῖς ἀγγείοις queda un depósito salino en los conductos Arist.PA 676a34, cf. Mete.357b4
eflorescencia salina sobre la tierra πᾶν τὸ πεδίον ἐξήνθησεν ἁλμυρίδα Plu.2.248d, τὸ πεδίον ... πλῆθον ἁλμυρίδος Polyaen.4.6.11.
2 salinidad del agua ἡ κατὰ ἁλμυρίδα βαρύτης Arist.Pr.933b24
del sudor, Thphr.Sud.16, las plantas διὰ τί ποτε ἐνίοις ἐγγίγνεται ... ἡ ἁλμυρίς Thphr.CP 6.10.4.
II terreno salobre, marisma o estero ἐν ταῖς ἁλμυρίσιν ἡ ῥάφανος ἀρίστη Thphr.CP 2.5.4, ἐθέμην ... τὰ σκηνώματα αὐτοῦ ἁλμυρίδα LXX Ib.39.6, cf. Plu.Eum.16, PPetr.2.30b.7, PSI 639.5, 8 (III a.C.), cf. Hsch.
III 1salmuera como remedio médico ἅλες καὶ ἁλμυρίδες καὶ λίτρον Hp.Liqu.3.
2 salazón, conserva, POxy.736.73 (I a.C.).
IV bot.
1 berza silvestre de Grecia, Brassica cretica Lamb., Eudemus en Ath.369e.
2 armuelle, verdolaga, Atriplex halimus Aët.1.20.

Greek Monolingual

ἁλμυρίς (-ίδος), η (Α)
1. καθετί αλμυρό (χυμός, νερό κ.λπ.)
2. αλμυρό έδαφος, αλμυρή γη
3. αλμυρότητα, αρμυράδα
4. είδος αγριολάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλμυρός.
ΠΑΡ. ἁλμυρίδιον].

Russian (Dvoretsky)

ἁλμῠρίς: ίδος ἡ1) соленая жижа Arst.: πᾶν τὸ πεδίον ἐξηνθησεν ἁλμυρίδα Plut. вся равнина была пропитана солью;
2) соленость: πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχειν γεῦσιν Diod. иметь горько-соленый вкус;
3) соленое кушанье (ἁλμυρίδες καὶ τοιαῦτα βρώματα Plut.).