βλάσφημος

From LSJ
Revision as of 12:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάσφημος Medium diacritics: βλάσφημος Low diacritics: βλάσφημος Capitals: ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ
Transliteration A: blásphēmos Transliteration B: blasphēmos Transliteration C: vlasfimos Beta Code: bla/sfhmos

English (LSJ)

ον,
A speaking ill-omened words, evil-speaking, Arist.Rh.1398b11: c. gen., against... Plu.2.1100d, etc.
2 of words, slanderous, libellous, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, cf. Luc.Alex.4 (Sup.). Adv. βλασφήμως Philostr. VA4.19, App.BC2.126.
3 blasphemous, ἔθνη LXX 2 Ma.10.4; ῥήματα Act.Ap.6.11; λαλεῖν βλάσφημα Apoc.13.5: Subst., blasphemer, LXX 2 Ma.9.28, 1 Ep.Ti.1.13, etc.

German (Pape)

[Seite 448] (βλαξ od. βλάβ. – φήμη), den Ruf eines Andern verletzend, verläumdend, schmähend, βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δέ Dem. 9, 1; bes. Sp.; βλασφημότατα λέγειν Luc. Alex. 4, gotteslästerliche Reden führen; N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

βλάσφημος: -ον, (ἴσως ἐκ τοῦ βλάξ καὶ φήμη· ἕτεροι ἐκ τοῦ βλάπτω, ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. κακολόγος, μ. γεν. = ἐναντίον…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, ὑβριστικός, κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, ὑβριστής, Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ βλάσφημος Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient de mauvais propos, médisant, diffamateur de ; en parl. des propos eux-mêmes diffamatoire.
Étymologie: βλάπτω, φήμη.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers. mal hablado, maldicente, difamador de Arquíloco, Arist.Rh.1398b12, cf. Herm.Sim.9.18.3, Thdr.Mops.M.66.945C
de palabras injurioso, insultante, calumnioso δέδοικα μὴ β. μὲν εἰπεῖν, ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, λόγοι Isoc.15.101, ἔπος Max.Tyr.21.2, γλῶσσα Sext.Sent.83, φωναί Vett.Val.343.16
c. gen. μὴ λέγωμεν ... ψηφίσματα βλάσφημα πόλεων Plu.2.1100d, περὶ τοῦ Πυθαγόρου Luc.Alex.4, εἰς τὴν Ῥώμην Hdn.7.8.9.
II en el ámbito relig.
1 blasfemo contra dioses paganos, de pers., Cels.Phil.7.53, esp. en lit. jud.-crist. ἔθνη LXX 2Ma.10.4, cf. Meth.Res.1.50, Eus.VC 3.1
subst. ὁ β. LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.13, Const.App.4.6.5
de palabras τι β. περὶ τῶν θεῶν D.Chr.3.53, ῥήματα Act.Ap.6.11
subst. τὰ βλάσφημα blasfemias Gr.Nyss.Eun.3.2.39.
2 de mal agüero οἰωνός Procop.Arc.9.26, ὀκνῶ λέγειν τὸ β. Gr.Naz.M.35.1056A.
III adv. βλασφήμως
1 insultante, injuriosamente ἐπὶ τῷ Καίσαρι ... β. ἐδημηγόρησε App.BC 2.126.
2 en forma profana o blasfema ἐλέγχων τὸν ἱεροφάντην δι' ἃ β. τε καὶ ἀμαθῶς εἶπε Philostr.VA 4.19.

English (Abbott-Smith)

βλάσφημος, -ον (< βλασ-, of uncertain deriv., v. Thayer, Boisacq; + φήμη, speech), [in LXX: Is 66:3 (מְבָרֵךְ אָוֶן), Wi 1:6, Si 3:16, II Mac 9:28 10:4, 36*;]
(a)evil-speaking, slanderous, blasphemous: Ac 6:11, II Ti 3:2, II Pe 2:11 (cf. Ju 9);
(b)as subst. a blasphemer: I Ti 1:13 (Cremer, 570).†

English (Strong)

from a derivative of βλάπτω and φήμη; scurrilious, i.e. calumnious (against men), or (specially) impious (against God): blasphemer(-mous), railing.

English (Thayer)

βλάσφημον (βλάξ sluggish, stupid, and φήμη speech, report (others, βλάπτω (which see) and φήμη)), speaking evil, slanderous, reproachful, railing, abusive: ῤήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν καί τόν Θεόν); ( (ῤήματα βλάσφημα κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου)); βλασφημία, a.); βλάσφημος as a substantive, a blasphemer: Demosthenes down.)

Greek Monotonic

βλάσφημος: -ον, ὁ,
1. ο αισχρά διατυπωμένος, για λέξεις ανευλαβείς, ανίερες, σε Δημ.
2. αυτός που ομιλεί με βλασφημίες, υβριστής, και ως ουσ., βλάσφημος, σε Καινή Διαθήκη (η προέλ. του βλασ- είναι αμφίβ.· βλάξ και βλάπτω προτείνονται εξίσου).

Russian (Dvoretsky)

βλάσφημος:
1) злоречивый, злопыхательный (Ἀρχίλοχος Arst.; ἄνθρωπος Plut.);
2) злобный (λοιδορίαι Plut.).;
3) кощунственный, богохульный NT.

Middle Liddell

[The origin of βλας is uncertain: βλάξ and βλάπτω have both been suggested.]
1. evil-speaking: of words, slanderous, Dem.
2. speaking blasphemy, blasphemous, and as substantive a blasphemer, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλάσφημος -ον βλασφημέω lasterend, kwaadsprekend; godslasterlijk; subst. godslasteraar. NT 1 Tim. 1.13.

Chinese

原文音譯:bl£sfhmoj 不拉士-費摩士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:傷害-宣稱(著)
字義溯源:褻瀆的,辱罵的,毀謗的,謗讟的;由(βλάπτω)*=傷害)與(φήμη)=聲言)組成,其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(5);徒(2);提前(1);提後(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 謗讟(2) 徒6:11; 提後3:2;
2) 毀謗的(1) 彼後2:11;
3) 褻瀆(1) 徒6:13;
4) 褻瀆者(1) 提前1:13

English (Woodhouse)

calumnious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)