ὑποταγή
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, A subordination, subjection, D.H.3.66, 2 Ep.Cor.9.13, Ep.Gal.2.5; ἐν ὑποταγῇ in a subordinate position, BGU96.7 (iii A. D.): pl., Cat.Cod.Astr.8(4).143. 2 post-position, ἐν ὑποταγῇ A.D.Pron.35.23, cf. Synt.306.8. 3 copy, ψηφισμάτων . . καὶ ἐπιστολῆς IGRom.3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, ὑπακοή, ἑκούσιος συγκατάθεσις, Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 subordination;
2 soumission;
3 t. de gramm. subjonctif.
Étymologie: ὑποτάσσω.
Spanish
English (Strong)
from ὑποτάσσω; subordination: subjection.
Greek Monolingual
η / ὑποταγή, ΝΜΑ ὑποτάσσω
1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.)
2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔ
β. «μετὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.
γ. «τὴν ἡσυχίαν ἐπισκήπτω καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)
μσν.
σημείωμα, υποσημείωση («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπεριφορά υποταγής»
βιολ. μορφή της ζωικής συμπεριφοράς κατά την οποία ένα άτομο επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο μέλος του δικού του είδους
μσν.-αρχ.
γραμμ. η υποτακτική έγκλιση («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα οὔποτε χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση λέξης μετά από μια άλλη
2. αντίγραφο («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», επιγρ.).
Greek Monotonic
ὑποτᾰγή: ἡ, υπαγωγή, υποτέλεια, υπόταξη, υποδούλωση, καθυπόταξη, υποταγή, υπακοή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑποτᾰγή: ἡ
1) подчинение, повиновение NT;
2) грам. сослагательное наклонение.
Middle Liddell
ὑποτᾰγή, ἡ,
subordination, subjection, submission, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpotag» 虛坡-他給
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在下-規定的
字義溯源:順服,服從;源自(ὑποτάσσω)=服從,由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(4);林後(1);加(1);提前(2)
譯字彙編:
1) 順服(4) 林後9:13; 加2:5; 提前2:11; 提前3:4