ἐπικαθίστημι

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαθίστημι Medium diacritics: ἐπικαθίστημι Low diacritics: επικαθίστημι Capitals: ΕΠΙΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: epikathístēmi Transliteration B: epikathistēmi Transliteration C: epikathistimi Beta Code: e)pikaqi/sthmi

English (LSJ)

A set upon, establish, φυλακάς D.C.41.50; cf. ἐπικαθίζω. 2. set over, κριτάς Pl.Ti.72b. 3. establish besides, τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arist.Pol.1313a27; ἐ. τινὰ στρατηγόν appoint as successor in command, Plb.2.19.8, cf.J.AJ17.2.4:—Pass., ἐπικατασταθεὶς στρατηγός Plb.2.2.11, cf. IG5(1).1390.12 (Andania). 4. pay in addition, Leg.Gort.1.47; but simply, deliver, σῖτον ἐπὶ τοὺς ὅρμους PLille 53 (iii B.C.). 5. perform the manoeuvre of ἀντικατάστασις, Ascl.Tact.12.11:—Pass., of troops executing the manoeuvre, ib.10.11.

German (Pape)

[Seite 944] (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταθεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v.l. ἐπεκαθίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαθίστη sagt, 41, 50.

Greek Monolingual

ἐπικαθίστημι (Α)
1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.)
2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.)
3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον
4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον
5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση
6. διορίζω κάποιον ως διάδοχο στη στρατηγία
7. κάνω τη στρατιωτική άσκηση που λέγεται «αντικατάστασις», δηλ. προέλαση του μετόπισθεν τμήματος, στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-ίστημι «τοποθετώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαθίστημι: (fut. ἐπικαταστήσω)
1) med. ставить, размещать (φυλακήν Thuc. - v.l. ἐπικαθίζομαι);
2) перен. ставить, устанавливать (κριτὰς επί τινι Plat.; τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arst.);
3) (после кого-л.) назначать (τινὰ στρατηγόν Polyb.).