ἐπικλάω
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
A bend, in lit. sense only Pass., bend double, ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc.DDeor.11.2; ἐπικεκλ. τὸν αὐχένα Id.Rh.Pr.11; ὕδωρ ἐπικλώμενον broken water, Id.Tox.20; ἐπ' ἀλλήλων -κλωμένων τῶν κυμάτων Alciphr.1.1; also, to be bruised, Paul.Aeg.6.117. II. metaph., move to pity, Plu.Per.37; ἐ. τινὰ εἰς ὀ̄ικτον Ael.NA10.36:—Pass., Th.3.67; ἐ. τῇ γνώμῃ ib.59; ὑπ' εὐνοίης Hp.Ep.13; πρὸς ὀ̄ικτον Jul.Or.2.90d. 2. shake the resolution of, τινά Plu.Oth.15:—Pass., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ to be broken in spirit, lose courage, Th.4.37; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν effeminate, unmanly music, Luc.Demon.12.
German (Pape)
[Seite 949] (s. κλάω), einbrechen, einbiegen; ἡ δεξιὰ περὶ τἡν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. D. D. 11, 2; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα rhet. praec. 11; von den Wellen, ἐπ' ἀλλήλων ἐπικλωμένων κυμάτων Alciphr. 1, 1; vgl. Luc. Tox. 20. – Gew. übertr., φείσασθαι δὲ καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen, Thuc. 3, 59, wie μὴ παλαιὰς ἀρετὰς ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε 3, 67; Sp., ἡ παροῦσα δυστυχία τῷ Περικλεῖ περὶ τὸν οἶκον ἐπέκλασε τοὺς Ἀθηναίους Plut. Pericl. 37; Them. 10 Phoc. 15 u. öfter; εἰς οἶκτον ἐπικλάσαι τοὺς ἀκούοντας Ael. H. A. 10, 36; εἴ πως ἐπικλασθεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Muth geknickt werden, den Muth verlieren, Thuc. 4, 37; so ἐπεκλάσθη allein, Plut. mul. virt. p. 300; – τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende, Luc. Demon. 12.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
1 briser sur : ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου LUC bruit de l’eau qui se brise;
2 fléchir sur : ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκλασμένη LUC la main droite infléchie autour de la tête ; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα LUC le cou penché ; fig. ἐπ. τινὰ περὶ τὸν οἶκτον PLUT, εἰς οἶκτον ÉL incliner qqn vers la pitié ; abs. au Pass. : ἐπικλασθῆναι THC se laisser abattre, perdre courage ; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν LUC l’accent efféminé des chants.
Étymologie: ἐπί, κλάω.
2att. c. ἐπικλαίω.
Greek Monotonic
ἐπικλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], λυγίζω προς ή επιπλέον — Παθ., λυγίζομαι στα δύο, σε Λουκ.
II. μεταφ., κάμπτω, λυγίζω, τινα, σε Πλούτ. — Παθ., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το θάρρος μου, σε Θουκ.· αλλά επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικλάω:
I
1) ломать, разбивать: ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου Luc. шум разбивающейся воды;
2) гнуть, сгибать: ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα Luc. с согнутой шеей; ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. закинутая вокруг головы правая рука;
3) перен. склонять, смягчать (ἐπικλῶσα γλυκυθυμία Plut.): ἐ. τινα Plut. внушить сожаление кому-л., разжалобить кого-л.;
4) перен. надламывать, лишать мужества, расслаблять: ἐπικλασθῆναι (τῇ γνώμῃ) Thuc. утратить мужество, пасть духом, но тж. быть растроганным; τὸ ἐπικεκλασμένον Luc. изнеженность, отсутствие мужества.
II Arph. = ἐπικλαίω.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to bend to or besides:—Pass. to be bent double, Luc.
II. metaph. to bow down, τινα Plut.:—Pass., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ to be broken in spirit, Thuc.; but also, to be bent or turned to pity, Thuc.