καθεψιάομαι
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A mock at, c. gen., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Od.19.372.
German (Pape)
[Seite 1283] verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καθάπτεσθαι, λοιδορεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθεψιάομαι: πειράζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, μετὰ γεν., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. καθεψιόωνται;
se railler de, gén..
Étymologie: κατά, ἑψιάομαι.
English (Autenrieth)
make sport of; τινός, Od. 19.372†.
Greek Monotonic
καθεψιάομαι: αποθ., εμπαίζω, περιγελώ, Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεψιάομαι: насмехаться (τινός Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-εψιάομαι bespotten, met gen.
Middle Liddell
Dep., to mock at, Lat. illudere, c. gen., Od.