ἀνταπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 19:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπολαμβάνω Medium diacritics: ἀνταπολαμβάνω Low diacritics: ανταπολαμβάνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antapolambánō Transliteration B: antapolambanō Transliteration C: antapolamvano Beta Code: a)ntapolamba/nw

English (LSJ)

A receive or accept in return, ἑστίασιν Pl.Ti.27b; χάριν D.20.46.

German (Pape)

[Seite 244] (s. λαμβάνω), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; χάριν Dem. 20, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀπολαμβάνω ἐν τῷ μέρει, ἀπολαμβάνω ἀμοιβαίως, τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.

French (Bailly abrégé)

recevoir en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπολάμβανω.

Spanish (DGE)

1 recibir, aceptar a su vez ἑστίασιν Pl.Ti.27b, χάριν D.20.46, Ael.Ep.8, τὴν ἄνωθεν ὕπαρξιν Corp.Herm.16.4.
2 sufrir un castigo ἐκ νόμων PMasp.97ue.75 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἀνταπολαμβάνω (Α)
παίρνω ή δέχομαι κάτι ως ανταπόδοση.

Greek Monotonic

ἀνταπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω ή αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπολαμβάνω: получать взамен или в воздаяние (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; χάριν Dem.).

Middle Liddell


to receive or accept in return, Plat., Dem.