πλασματώδης
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ες, A fictitious, Arist.GA764b10, Resp.472b12, Porph. Gaur.2.2; λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον Arist. Metaph.1082b3; τὸ δραματικὸν καὶ π. Plu.Rom.8.
German (Pape)
[Seite 625] ες, erdichtet, fabelhaft, einer Erdichtung ähnlich; Arist. gen. an. 4, 1; Plut. Rom. 8; verstellt, Aristaen. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πλασμᾰτώδης: -ες, πλαστός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
feint, fictif, imaginaire.
Étymologie: πλάσμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πλάσμα, -ατος]
1. πλαστός, μυθώδης, ψεύτικος
2. προσποιητός, υποκριτικός («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.).
Russian (Dvoretsky)
πλασμᾰτώδης: вымышленный, выдуманный, воображаемый Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλασματώδης -ες [πλάσμα] verzonnen.