κόμμι
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
τό, A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).
German (Pape)
[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v.l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) indécl. ou gén. κόμμεως;
dat. κόμμει ou κόμμιδι;
gomme.
Étymologie: mot arabe.
Spanish
Greek Monolingual
το (Α κόμμι, -εως)
ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt, κοπτ. komi, komme.
ΠΑΡ. κομμιώδης
αρχ.
κομμίζω
αρχ.-μσν.
κομμίδιον, κόμμωσις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κομμεορητίνη, κομμιογραφία, κομμιοτυπία, κομμιοτυπικός, κομμιοφόρος. (Β' συνθετικό) οξυκόμμι].
Greek Monotonic
κόμμῐ: τό, κόμμι, γόμα, τσίχλα, Λατ. gummi, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
κόμμῐ: τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόμμι, τό gom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: India-rubber (Hdt., Hp., Arist., Thphr.);
Other forms: indecl. or -εως, -ει (-ιδι)
Derivatives: κομμίδιον (Hippiatr., sch.), κομμι(δ)ώδης rubber-like (Arist., Thphr.), κομμίζω be like k. (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: From Egypt. kemai, kema, kmjt, Copt. kommi (Schrader-Nehring Reallex. 1, 417). From κόμμι Lat. cummi(s), younger gummi; from there the Europ. forms. Independent loans from Egyptian (Fohalle Mélanges Vendryes 171; cf. Kretschmer Glotta 16, 166) would hardly have resulted in the same form in both languages.
Middle Liddell
gum, Lat. gummi, Hdt. [A foreign word.]
Frisk Etymology German
κόμμι: {kómmi}
Forms: indekl. oder -εως, -ει (-ιδι)
Grammar: n.
Meaning: Gummi (Hdt., Hp., Arist., Thphr. usw.);
Derivative: davon κομμίδιον (Hippiatr., Sch.), κομμι(δ)ώδης gummiähnlich (Arist., Thphr.), κομμίζω Gummi ähnlich sein (Dsk.).
Etymology: Aus ägypt. kemai, kema· (Schrader-Nehring Reallex. 2, 417). Aus κόμμι lat. cummi(s), jünger gummi; daraus die europ. Formen. Bei unabhängiger Entlehnung aus dem Ägyptischen (Fohalle Mélanges Vendryes 171; dazu Kretschmer Glotta 16, 166) wären die beiden Sprachen schwerlich auf dieselbe Form gekommen.
Page 1,909