εἰσπεράω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾱ], Ion. -ήσω, A pass over into, Χαλκίδα τ' εἰσεπέρησα Hes.Op.655: abs., Orph.A.442.
German (Pape)
[Seite 745] (über das Meer) übersetzen nach einem Orte hin; Χαλκίδα Hes. O. 653; öfter Orph. Arg.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπεράω: μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω, διαπερῶ ἀπέναντι εἰς, Χαλκίδα τ’ εἰσεπέρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer la mer pour aller dans.
Étymologie: εἰς, περάω.
Spanish (DGE)
llegar traspasando un límite, entrar, introducirse c. ac. de lugar Χαλκίδα Hes.Op.655, Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον A.R.4.627, τινα κοίλην χειήν Opp.H.4.618, c. giro prep. εἰς ἄντρον Orph.A.75, εἰσεπέρησε νεὼς ἄπο Orph.A.442
•fig. μόρον εἰσεπέρησαν ref. la muerte, Opp.H.4.572.
Greek Monotonic
εἰσπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω, περνώ απέναντι σε, με αιτ., σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπεράω: ехать морем (ἐπ᾽ ἄεθλα Χαλκίδα εἰσεπέρησα Hes.).