ἀρρεπής

From LSJ
Revision as of 13:01, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρεπής Medium diacritics: ἀρρεπής Low diacritics: αρρεπής Capitals: ΑΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: arrepḗs Transliteration B: arrepēs Transliteration C: arrepis Beta Code: a)rreph/s

English (LSJ)

ές, of a balance, A inclining to neither side: hence, without weight or influence, ἀρρεπὲς πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, cf. 1015a; insignificant, Stoic.3.35; firm, unwavering, of ἰσότης, ib.159, Dam. Pr.283. Adv. -πῶς Ph.1.409, Hierocl.p.31 A.:—also ἀρρεν-πί, Hdn.Epim. 256.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρεπής: -ές, κυρίως ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ πρὸς μηδέτερον μέρος ῥέπουσα· ἐντεῦθεν, ὁ μὴ ἔχων σημασίαν τινὰ ἢ βαρύτητα, ὁ μὴ συντελῶν εἴς τι, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀρρεπὲς Πλούτ. 1015Α· τὸ ἀγαθὸν ἀρρεπὲς ποιοῦσι καὶ ἀμαυρὸν ὁ αὐτ. 10628· ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν ὁ αὐτ. 2. 1070Α· σταθερός, ἀμετάβλητος, αδιάσειστος, γνώμῃ ἀνενδότῳ καὶ ἀρρεπεῖ Φίλων 2. 25. 34. ― Ἐπίρρ. ἀρρεπῶς Κλήμ. Ἀλ. 60· ― ὡσαύτως, ἀρρεπὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. 256.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne penche ni d'un côté ni de l’autre, indifférent.
Étymologie: , ῥέπω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1no inclinado a ningún lado ἡ καμπὴ ... οὐδ' ἀ. Gal.2.266, μόναι γὰρ αἱ (ἀποφύσεις) κατὰ τὸν δέκατον ἀρρεπεῖς εἰσι Gal.2.760
fig. irrelevante ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὑτοῦ καὶ ἀρρεπές la falta de calidad, la inercia y la no tendencia hacia alguna cosa Plu.2.1015a, cf. Chrysipp.Stoic.3.35.
2 firme, inalterable de abstr., de una igualdad, Chrysipp.Stoic.3.159, ὑπεροχή Dam.in Prm.283, γνώμη Ph.2.25.
II adv. -ῶς firmemente, equilibradamente ἀ. ἱδρῦσθαι Ph.1.409, ἀ. ἴσχει Hierocl.p.31, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀρρεπής, -ές (AM)
ο ακλόνητος, ο σταθερός
αρχ.
1. (για πλάστιγγα) αυτός που δεν κλίνει ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος
2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά σημασία ή βαρύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρεπής < ρέπω (πρβλ. αμφιρρεπής, χαμαιρρεπής κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀρρεπής:
1) безразличный, неопределенный (ἄποιος καὶ ἀ. Plut.);
2) не имеющий значения (πρός τι Plut.).