επανάγω

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

(AM ἐπανάγω) άγω
φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία)
νεοελλ.
ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω
αρχ.
Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν», Ηρόδ.)
2. ανυψώνω
3. οδηγώ σε ανοιχτό μέρος («πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν», Πλάτ.)
3. σέρνω προς τα πίσω («ἐπεζήτησε τὸν ἄνθρωπο καὶ συλλαβοῦσ' ἐπανήγαγεν ὡς ἡμᾱς», Ξεν.)
4. αποκαθιστώ
5. παρουσιάζω σε κάποιον ξανά μια υπόθεση για να αποφασίσει («ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, Αριστοτ.)
6. αναφέρω με ευγνωμοσύνη, ευγνωμονώ
7. αποσύρομαι, υποχωρώ
8. επιστρέφω, ξαναγυρίζω σε κάτι
9. απομακρύνομαι από την ξηρά προς τη θάλασσα
ΙΙ. μέσ. ἐπανάγομαι
1. ανοίγομαι στο πέλαγος εναντίον κάποιου («ἐπανήχθησαν ἐπὶ τὴν Χίον», Ξεν.)
2. διαπλέω ποταμό
3. αναρρωνύω, ξαναβρίσκω την υγεία μου, αποκτώ και πάλι τις δυνάμεις μου
4. φρ. «ἐπανάγω ἐπί τι» — συνεπάγομαι, οδηγώ σε κάτι.