πάρευνος

From LSJ
Revision as of 14:16, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρευνος Medium diacritics: πάρευνος Low diacritics: πάρευνος Capitals: ΠΑΡΕΥΝΟΣ
Transliteration A: páreunos Transliteration B: pareunos Transliteration C: parevnos Beta Code: pa/reunos

English (LSJ)

ον, lying beside or with, bedfellow, Ion Eleg. 2.9: metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον A.Th.1009 (ly??).

German (Pape)

[Seite 519] bei Einem im Bette liegend, schlafend, Gatte, Gattinn, Ion bei Ath. XI, 463 c; übertr., Aesch. ἰὼ πῆμα πατρὶ πάρευνον, Spt. 995, Schol. οἰκεῖον, ἐξ ἐκείνου γενόμενον.

Greek (Liddell-Scott)

πάρευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, σύνευνος, Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., πῆμα πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de lit ; subst. époux, épouse.
Étymologie: παρά, εὐνή.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

Spanish

compañero de cama

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που κοιμάται δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, σύζυγος
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται πάντοτε μαζί με κάποιον ή αυτός που είναι πάντοτε κοντά σε κάποιον, ο σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

πάρευνος: -ον (εὐνή), αυτός που ξαπλώνει δίπλα ή μαζί, σύζυγος· μεταφ., πῆμα πατρὶ πάρευνον, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάρευνος: досл. лежащий рядом, перен. сроднившийся, близкий (πῆμα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρευνος -ον [παρά, εὐνή] het bed delend; overdr.. πῆμα πατρὶ πάρευνον rampspoed die met hun vader slaapt Aeschl. Sept. 1004.

Middle Liddell

πάρ-ευνος, ον, εὐνή
lying beside or with:—metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον Aesch.