προαγγέλλω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
declare, announce beforehand, X.Cyr.5.3.12; πόλεμον Plb.3.20.8; μάχην ἔσεσθαι X.Cyr.3.3.34:—Pass., Th.7.65; τὸν προαγγελέντα Berl.Sitzb. 1927.170 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 704] vorherverkündigen; οἱ θεοὶ μάχην ἔσεσθαι προαγγέλλουσιν, Xen. Cyr. 3, 3, 34; πόλεμον, ankündigen, Pol. 3, 20, 8 u. Sp.; die VLL. erkl. προηγγελκέναι durch προμεμηνυκέναι.
Greek (Liddell-Scott)
προαγγέλλω: ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω πρότερον, προηγουμένως, προειδοποιῶ, προλέγω, ταῦτα Ξεν. Κύρ. 5. 3, 12· πόλεμον Πολύβ. 3. 20. 8· μάχην ἔσεσθαι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 34.
French (Bailly abrégé)
annoncer d'avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀγγέλλω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αναγγέλλω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω, προειδοποιώ (α. «η κυβέρνηση προαγγέλλει νέα φορολογικά μέτρα» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῖς καὶ ή ἐπιβολή τῶν σιδηρῶν χειρῶν», Θουκ.)
νεοελλ.
προμηνύω («τα σύννεφα προαγγέλλουν καταιγίδα»).
Greek Monotonic
προαγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προαγγέλλω: заранее возвещать, наперед объявлять (π. μάχην ἔσεσθαι Xen.; πόλεμον π. Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αγγέλλω van tevoren verkondigen; met acc.; met AcI:. μάχην... ἔσεσθαι προαγγέλλουσι zij kondigen aan dat er een veldslag zal zijn Xen. Cyr. 3.3.34.
Middle Liddell
fut. -αγγελῶ
to announce beforehand, Xen.