προσαποφαίνω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
show or prove besides, Pl.Plt.287a:—Med., Arist.Metaph.1089b16, Plu.2.152b.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu zeigen. darthun, Plat. Polit. 287 a u. Plut., auch med.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποφαίνω: ἀποφαίνω, ἀποδεικνύω προσέτι, Πλάτ. Πολιτ. 287Α. ― Μέσ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 15, Πλούτ. 2. 152Β.
French (Bailly abrégé)
déclarer ou exposer en outre;
Moy. προσαποφαίνομαι m. sign.
Étymologie: πρός, ἀποφαίνω.
Greek Monolingual
Α
(το ενεργ. και μέσ.) αποδεικνύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποφαίνω / -ομαι «αποκαλύπτω, επιδεικνύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποφαίνω ook nog aantonen.
Russian (Dvoretsky)
προσαποφαίνω: тж. med. сверх того показывать Plat., Arst., Plut.