ἄγη

From LSJ
Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγη Medium diacritics: ἄγη Low diacritics: άγη Capitals: ΑΓΗ
Transliteration A: ágē Transliteration B: agē Transliteration C: agi Beta Code: a)/gh

English (LSJ)

Dor. ἄγα [ᾰγ], ἡA, (ἄγαμαι) wonder, amazement, Hom. only in phrase ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243: glossed by τιμή, σεβασμός, Hsch. II envy, malice, Φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61; of the gods, jealousy, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.Ag. 131: pl. ἄγαις, = ζηλώσεσιν, Id.Fr.85.
ἄγη, Ep. for ἐάγη, v. sub ἄγνυμι.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἄγᾱ A.A.131
• Prosodia: [ᾰ-]
1 estupor, asombro, ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243, ἄγη ... παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός Hsch.
2 celos φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.A.131, cf. Fr.294.
• Etimología: De *m̥geH2, cf. ἀγα-, ἀγαυός, y c. otro vocalismo μέγα.

German (Pape)

[Seite 13] (ἄγαμαι), ἡ, Bewunderung, Staunen, Hom. dreimal, in der Vbdg ἄγη μ' ἔχει, Iliad. 21, 221 Odyss. 3, 227. 16, 243. – Her. verb. es mit φθόνος 6, 61; Neid, Aesch. Ag. 130, ἄγα θεόθεν, Em. für ἄτη, wie nach Herm. Em. auch 712 μηλοφόνοισιν ἄγαισι für die Lesart der mss. ἄταις gelesen wird, wohl nicht richtig!

Greek (Liddell-Scott)

ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. ἄγαμαι) θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος, φρίκη, θάμβος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «θάμβος, ἔκπληξις», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. φθόνος, κακία, μῖσος, φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος, Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, ζηλοτυπία, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ ῥῆμα ἄγαμαι, ἐν ᾧ τὸ ἀγαίομαι ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) καμπή, λύγισμα, ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ ἄγαν), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν ἔννοια: σκολιοὶ τρόποι, ἀπάτη. 4) πληγή, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 admiration, étonnement, horreur;
2 envie, jalousie.
Étymologie: ἄγαμαι.
23ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de ἄγνυμι.
3pl. de ἄγος ¹.

English (Autenrieth)

astonishment; ἄγη μ' ἔχει = ἄγαμαι, Il. 21.221.

Greek Monotonic

ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], , (ἄγαμαι),
I. έκπληξη, θαυμασμός, σε Όμηρ.
II. ζήλια, φθόνος, κακία, σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, ζηλοτυπία, σε Αισχύλ.
ἄγη: Επικ. αντί ἐάγη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἄγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἄγη:
I дор. ἄγᾱ (ᾰγ) ἡ
1) удивление, изумление: ἄ. μ᾽ ἔχει Hom. я поражен;
2) недоброжелательство, ненависть; φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Her. движимый завистью и злобой; ἀ. θεόθεν Aesch. небесный гнев.
II (= ἐάγη) эп. 3 л. sing. aor. 2 pass. к ἄγνυμι.

Frisk Etymological English

See also: ἀγα-

Middle Liddell

ἄγαμαι
I. wonder, awe, amazement, Hom.
II. envy, malice, Hdt.; and of the gods, jealousy, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄγη ep. indic. aor. pass. 3 sing. van ἄγνυμι.
ἄγη nom. en acc. n. plur. van ἄγος.
ἄγη -ης, ἡ, Dor. ἄγα [ἀγα-]
1. Hom. verbazing, verwondering, alleen in. ἄγη μ’ ἔχει verbazing heeft mij in haar greep Il. 21.221 etc.
2. later ongunstig afgunst, jaloezie.

Frisk Etymology German

ἄγη: {ágē}
See also: s. ἀγα-
Page 1,10