ὁδηγέω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
lead one upon his way, guide, c. acc. pers., Ps.-Phoc.24, A.Pr. 728, Act.Ap.8.31, X.Eph.1.9 : abs., E.HF1402; φύσιος εἰς τὸ ἄριστον -εούσης Hp.Lex 2 :—Pass., Plu.2.954b, Vett. Val.359.30 :— also ὁδηγ-ετέω, Them.Or.11.151c.
German (Pape)
[Seite 292] ein ὁδηγός sein, den Weg zeigen, führen, geleiten; αὗταί σ' ὁδηγήσουσιν, Aesch. Prom. 730; absol., Eur. Herc. Fur. 1402; öfter bei Sp., auch in Prosa; auch übertr., Einen anleiten, anweisen, unterrichten, u. eben so im med.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδηγέω: μέλλ. -ήσω. (ὁδηγὸς) ὡς καὶ νῦν, κυρίως δεικνύω εἴς τινα τὴν ὁδόν, μετ’ αἰτ. προσ., τυφλὸν ὁδήγει Ψευδο-Φωκυλ. 24, Αἰσχύλ. Πρ. 730· ἀπολ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1402· ὁδ. εἴς τι Ἱππ. Λεξ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ξενοφ. Ἐφέσ. 5, 1, κτλ. 2) μεταφ., ὁδηγῶ, διδάσκω, Πλούτ. 2. 954Β· οὕτω καὶ ὁδηγετέω ἐν Θεμιστ. 151C· πρβλ. κυνηγετέω, ποδηγητέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 conduire sur la route, guider, acc.;
2 rendre accessible, frayer un chemin.
Étymologie: ὁδηγός.
English (Strong)
from ὁδηγός; to show the way (literally or figuratively (teach)): guide, lead.
English (Thayer)
ὁδήγω; future ὁδηγήσω; 1st aorist subjunctive 3rd person singular ὁδηγήσῃ; (ὁδηγός, which see); the Sept. chiefly for נָחָה, also for הִדְרִיך, הולִיך, etc.;
a. properly, to be a guide, lead on one's way, to guide: τινα, τινα ἐπί τί, Aeschylus, Euripides, Diodorus, Alciphron, Babrius, others).
b. tropically, to be a guide or teacher; to give guidance to: τινα, Plutarch, mor. 954b.); εἰς τήν ἀλήθειαν, R G L Tr WH text (see below)) (ὁδήγησόν με ἐπί τήν ἀλήθειαν σου καί δίδαξόν με, εἰς and πρός in the Teaching of the Apostles, chapter 3 [ET])); followed by ἐν, with the dative of the thing in which one gives guidance, instruction or assistance to another, ἐν τῇ ἀλήθεια, T WH marginal reading (see above) (ὁδήγησόν με ἐν τῇ ὁδῷ σου καί πορεύσομαι ἐν τῇ ἀλήθεια σου, Wisdom of Solomon 10:17).
Greek Monotonic
ὁδηγέω: μέλ. -ήσω (ὁδηγός), δείχνω σε κάποιον τον δρόμο, με αιτ. προσ., σε Αισχύλ.· απόλ., δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδηγέω: быть проводником, вести, провожать (τινα Aesch.): ὁδηγήσω δ᾽ ἐγώ Eur. я буду (твоим) проводником; ὁ. τυφλοῖς Plut. и τυφλούς NT быть поводырем слепцов.
Middle Liddell
ὁδηγός
to lead one upon his way, c. acc. pers., Aesch.; absol. to lead the way, Eur.
Chinese
原文音譯:Ðdhgšw 何特-誒給哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:道路-帶領 相當於: (דָּרַךְ) (נָחָה)
字義溯源:指引道路,引導,領,要領,指教,教;源自(ὁδηγός)=領導者);由(ὁδός / ὁδοποιέω)*=路)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成,而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。參讀 (ἄγω)同義字參讀 (ὁδός / ὁδοποιέω)同源字
出現次數:總共(5);太(1);路(1);約(1);徒(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 領(2) 太15:14; 路6:39;
2) 要領(1) 啓7:17;
3) 他要引導(1) 約16:13;
4) 指教(1) 徒8:31