καμμονίη

From LSJ
Revision as of 21:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμμονίη Medium diacritics: καμμονίη Low diacritics: καμμονίη Capitals: ΚΑΜΜΟΝΙΗ
Transliteration A: kammoníē Transliteration B: kammoniē Transliteration C: kammonii Beta Code: kammoni/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. for καταμονή, steadfastness, endurance (ἡ ἐκ καταμονῆς νίκη Sch., cf. Plu.2.22c), steady courage, αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Il.22.257, cf. 23.661, APl.4.221.4 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1317] ἡ, ep. = καταμονή, Ausdauer im Kampf u. der dadurch errungene Sieg; Il. 22, 257. 23, 661; Theaet. Schol. 4 (Plan. 221).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
persévérance dans le combat ; victoire.
Étymologie: καταμένω.

Greek (Liddell-Scott)

καμμονίη: Ἐπικ. ἀντὶ καταμονή, ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «ἡ ἐκ καταμονῆς νίκη», εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Ἰλ. Χ. 257, πρβλ. Ψ. 661, Ἀνθ. Πλαν. 4. 221.

English (Autenrieth)

(καταμένω): steadfastness, endurance (meaning the victory won thereby), Il. 22.257, Il. 23.661.

Greek Monolingual

καμμονίη, ἡ (Α)
(επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή της προθέσεως (κατά) και αφομοίωση (ήτοι: καταμονίη > κατμονίη > καμμονίη
πρβλ. και καταβάλλω > κατβάλλω > καββάλλω) είτε < καμμονή (αντί του καταμονή < κατάμονος), με επίθημα -ίᾱ για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

καμμονίη: ἡ, Επικ. αντί καταμονή, η ανταμοιβή της επιμονής, αντοχής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

καμμονίη: ἡ обеспечивающая победу непоколебимость, победоносная стойкость, тж. победа: αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην Hom. если Зевс дарует мне победу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμμονίη -ης, ἡ [καταμονή] volharding.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: perseverance, succesful defence (Χ 257, Ψ 661, APl.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 201f.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - With Aeolic treatment of the preposition for *καταμονίη, either as abstract to κατάμονος (hell.) or with metrically conditioned change of suffix for *καμμονή = καταμονή (hell.); to καταμένειν. - Cf. κάμμορος.

Middle Liddell

καμμονίη, ἡ, [epic for καταμονή
the reward of endurance, Il.

Frisk Etymology German

καμμονίη: {kammoníē}
Grammar: f.
Meaning: Ausdauer, siegreiche Abwehr (Χ 257, Ψ 661, APl.; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 201f.).
Etymology: Mit äolischer Behandlung der Präposition für *καταμονίη, u. zw. entweder als Abstraktbildung zu κατάμονος (hell.) oder mit metrisch bedingtem Suffixtausch für *καμμονή = καταμονή (hell.); zu καταμένειν. — Vgl. κάμμορος.
Page 1,772-773