καταλαλέω

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰλέω Medium diacritics: καταλαλέω Low diacritics: καταλαλέω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΕΩ
Transliteration A: katalaléō Transliteration B: katalaleō Transliteration C: katalaleo Beta Code: katalale/w

English (LSJ)

pf. A -λελάληκα A.D.Synt.323.7:—talk, babble loudly, τοῖς θύραζε ταῦτα κ. Ar.Ra.752; τινος before another, Luc.Asin. 12. II talk down, rail at, ἡμᾶς IG9(2).338.6 (Thess.); τινὰ πρὸς πάντας Plb.3.90.6; τὸ δόγμα Id.18.45.1; τινος D.S.11.44; ὑμῶν ὡς κακοποιῶν 1 Ep.Pet.2.12; τινὸς ψευδῆ LXXHo.7.13; κατά τινος ib. Ps.49(50).20:—Pass., ἐπί τινι Plb.27.13.2; to be outdone in speech, ὑπ' ἰδιωτῶν Phld.Rh.1.343S. 2 weary by talking, gloss on καταγλωττίζειν, Phryn.PSp.79B. 3 simply, interview, address a person, PHib.1.151 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1358] ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς θύραζε ταῦτα Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; LXX anklagen, auch κατά τινος u. κατά τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 parler contre, déblatérer contre, blâmer;
2 parler devant, gén..
Étymologie: κατάλαλος.

Greek (Liddell-Scott)

καταλᾰλέω: λίαν λαλῶ, φλυαρῶ μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, κοινολογῶ, τοῖς θύραζε ταῦτα κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 752· τινος, ἐνώπιόν τινος, Λουκ. Ὄν. 12. ΙΙ. λαλῶ ἐναντίον τινός, συκοφαντῶ, κατηγορῶ, τινα Ψήφισμα τοῦ Κοϊνκτίου ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1770· τινα πρὸς πάντας ΠΟλύβ. 3.90, 6· τὸ δόγμα ὁ αὐτ. 18. 28, 1· τινος Διόδ. 11. 44· κατά τινος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΓ΄, 18).- Παθ., καταλελαλημένος, καταβεβοημένος, Πολύβ. 27. 12, 2. 2) ὁμιλῶν πολὺ ἐνοχλῶ τινα, Β. Α. 46·- ὁ Φρύνιχ. ἑρμηνεύει τὸ καταγλωττίζειν διὰ τοῦ κ. και καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.

English (Strong)

from κατάλαλος; to be a traducer, i.e. to slander: speak against (evil of).

English (Thayer)

καταλάλω; to speak against one, to criminate, traduce: τίνος (in classical Greek mostly with the accusative; in the Sept. chiefly followed by κατά τίνος), T Tr marginal reading WH, ἐν ᾧ καταλαλεῖσθε, wherein ye are spoken against).

Greek Monotonic

καταλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ δυνατά, φλυαρώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλᾰλέω:
1) рассказывать, разбалтывать (τοῖς θύραζέ τι Arph.): κ. πολλά τινος Luc. рассказывать кому-л. всякую всячину;
2) наговаривать, злословить, хулить (τινα и τι Polyb.; τινος Diod.; ἀλλήλων NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λαλέω doorkletsen, verklappen:. τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα καταλαλῶν; wat, als je die (afgeluisterde) zaken aan buitenstaanders verklapt? Aristoph. Ran. 752. belasteren, kwaadspreken van, met gen.: καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν zij belasteren u als boosdoeners NT 1 Pet. 2.12

Middle Liddell

fut. ήσω
to talk loudly, to blab, Ar.

Chinese

原文音譯:katalalšw 卡他-拉累哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:向下-說 相當於: (לָשַׁן‎)
字義溯源:誹謗,批評,毀謗;源自(κατάλαλος)=好說讒言的);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,抵擋)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成。參讀 (βλασφημέω / δυσφημέω)同義字
同源字:1) (καταλαλέω)誹謗 2) (καταλαλιά)中傷 3) (κατάλαλος)好說讒言的 4) (ἀπολαλέω / λαλέω)說
出現次數:總共(5);雅(3);彼前(2)
譯字彙編
1) 毀謗(3) 雅4:11; 雅4:11; 彼前2:12;
2) 你們⋯被毀謗(1) 彼前3:16;
3) 就是毀謗(1) 雅4:11