παραδράω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
to be at hand, serve, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ep. for -δρῶσι) Od.15.324.
German (Pape)
[Seite 477] Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
3ᵉ pl. sbj. épq. παραδρώωσι;
être serviteur, servir.
Étymologie: παρά, δράω.
Greek (Liddell-Scott)
παραδράω: ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. ὑποδράω, παραδιακονέω.
English (Autenrieth)
3 pl. παραδρώωσι: perform in the service of; τινί, Od. 15.324†.
Greek Monotonic
παραδράω: Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
παραδράω: работать (на кого-л.), прислуживать (τινι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-δράω, ep. praes. indic. act. 3 plur. παραδρώωσι, diensten verrichten.
Middle Liddell
epic 3rd pl. παραδρώωσι
to be at hand, to serve another, c. dat., Od.