πορφυρίς

From LSJ
Revision as of 07:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίς Medium diacritics: πορφυρίς Low diacritics: πορφυρίς Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΣ
Transliteration A: porphyrís Transliteration B: porphyris Transliteration C: porfyris Beta Code: porfuri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,
A purple garment or covering, X.Cyr.2.4.6; distinguished from φοινικίς, ib.8.3.3, cf. Poll.7.55; π. θαλαττία Plb.38.7.2; π. ἐξίτηλοι, opp. ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.
II a purple-coloured bird, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ibyc.4, cf. Ar.Av.304, Call.Fr.100c2.
III = ἄγχουσα, Ps.-Dsc.4.23.
2 = ὠκιμοειδές, ib.28.

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, 1) Purpurkleid, -decke, Xen. Cyr. 2, 4, 6. 8, 3, 3 u. Sp., wie Luc. Hermot. 86 Nigr. 13. – 2) ein rother Vogel, von πορφυρίων verschieden; Ar. Av. 304; vgl. Ibyc. fr. 3 u. Csilim. bei Ath. IX, 388 c.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
vêtement de pourpre.
Étymologie: πορφύρα.
Syn. ἁλουργίς.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίς: -ίδος, ἡ, πορφυροῦν ἱμάτιονκάλυμμα, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 6· διάφορον τοῦ φοινικίς, 8. 3, 3, Πολυδ. Ζ΄, 55· π. θαλαττία Πολύβ. 39. 1, 2· π. ἐξίτηλοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθιναί, Ξεν. Οἰκ. 10, 3· ἡ βασίλειος π. Ἡρῳδιαν. 1. 5· τὸ φορεῖν πορφυρίδα ἐθεωρεῖτο σημεῖον τρυφῆς, Ἀθήν. 159D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Νιγρῖν. 13, κτλ. ΙΙ. πτηνὸν ἔχον ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ἴβυκ. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀθήν. 388C-E, καὶ ἴδε ἁλιπορφυρίς· πρβλ. πορφυρίων.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα
2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.)
3. α) το φυτό άγ
χουσα
β) το φυτό ὠκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικ-ίς)].

Greek Monotonic

πορφῠρίς: -ίδος, ἡ (πορφύρα),
I. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα, σε Ξεν.
II. κοκκινόχρωμο πουλί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) (sc. ἐσθής) пурпурная одежда, багряница Xen., Polyb., Luc.;
2) (sc. ὄρνις) порфирида (вид красноперой птицы) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρίς -ίδος, ἡ [πορφύρα] purperen gewaad. porphyris (een purperkleurige vogel).

Middle Liddell

πορφῠρίς, ίδος, ἡ, πορφύρα
I. a purple garment or covering, Xen.
II. a red-coloured bird, Ar.