σκευαγωγέω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
(σκεῦος) pack up and carry away goods, ἐκ τῶν ἀγρῶν σ. pack up one's chattels and remove into the city, Aeschin.2.139, 3.80, D.18.36:—Med., Sch.Ar.Pax631.
German (Pape)
[Seite 893] das Geräth zusammenpacken und forttragen; ἐκ τῶν ἀγρῶν σκευαγωγεῖν, das Geräth vom Lande zusammenpacken u. wegschaffen, Aesch. 2, 139; Dem. 18, 36; Arr. An. 1, 10, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
plier bagage ; s'en aller, émigrer.
Étymologie: σκευαγωγός.
Greek (Liddell-Scott)
σκευᾰγωγέω: συνάγω καὶ δένω ὁμοῦ καὶ μετακομίζω σκεύη, ἐκ τῶν ἀγρῶν σκ., συνάγω τὰ σκεύη μου ἐκ τῶν ἀγρῶν καὶ τὰ μεταφέρω εἰς τὴν πόλιν, Δημ. 37. 21, Αἰσχίν. 46. 28., 65. 10. - Μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 631.
Greek Monotonic
σκευᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, συμμαζεύω και μεταφέρω τα αγαθά και την κινητή περιουσία μου, σε Δημ., Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευαγωγέω [σκευαγωγός] spullen vervoeren, zijn inboedel in veiligheid brengen. Dem. 18.36.
Russian (Dvoretsky)
σκευᾰγωγέω: перевозить домашние вещи, переселяться, переезжать (ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.).
Middle Liddell
σκευᾰγωγέω, fut. -ήσω
to carry away goods and chattels, Dem., Aeschin. [from σκευᾰγωγός]