κυανωπός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
όν, dark of aspect, σέλας Trag.Adesp.541.3, cf. Androm. ap. Gal.14.41; σύσις AP4.3b.36 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1522] dasselbe, u. übh. von schwarzem Ansehn, p. bei Stob. fl. 64, 31.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d'aspect sombre.
Étymologie: κύανος, ὤψ.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνωπός: -όν, «μαυρειδερός», Τραγ. παρὰ Στοβ. 403. 3, Ἀνδρόμαχ. παρὰ Γαλην. 12. 871, Ἀνθ. Π. 4. 3, 82.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κυανωπός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που το χρώμα του αποκλίνει προς το κυανό
αρχ.
αυτός που φαίνεται μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ωπός].
Greek Monotonic
κυᾰνωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνωπός: Anth. = κυανῶπις.
Middle Liddell
κυᾰν-ωπός, όν [ὤψ]
dark-looking, Anth.