σπάρος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
[ᾰ], a sea-fish, a sort of bream, Sargus annularis or Rondeletii, Epich.54, Matro Conv.81, Arist.HA508b17.
German (Pape)
[Seite 917] ὁ, ein Seefisch; Ath. VII, 320 b; Arist. H. A. 2, 17 u. oft; verschieden von σκάρος.
Greek (Liddell-Scott)
σπάρος: [ᾰ], θαλάσσιός τις ἰχθὺς μετὰ χρυσῆς κεφαλῆς, sparus auratus, Ἐπίχ. 24 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ψαριού Diplodus annularis που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σπαρίδες, συγγενεύει με τον σαργό, με το μελανούρι κ.ά ψάρια και αφθονεί στις ελληνικές ακτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ., είτε με τα λατ. sparus «ακόντιο» και αρχ. άνω γερμ. sper «ακόντιο» (πρβλ. γερμ. Speer) είτε με το ρ. σπαίρω «τρέμω, σπαρταρώ» δεν θεωρείται πιθανή. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. sparus «σπάρος», sparulus].
Russian (Dvoretsky)
σπάρος: ὁ зоол. спар, предполож. дорада (колючеперая рыба) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lesser sea bream, Sargus annularis (Epich., Matro, Arist.; on the matter Thompson Fishes s. v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Origin unknown. After Persson Beitr. 1, 473 f. n. 3 (with semantic parallels) to Lat. sparus, -um short spear, Germ., e.g. OHG sper spear. Strömberg Fischn. 52 thinks of σπαίρω, a. o. of dying fishes. Lat. LW [loanword] sparus, -ulus. - Furnée 226 compares σμαρίς a small worthless seafish (and rejects Lat. sparus).
Frisk Etymology German
σπάρος: {spáros}
Grammar: m.
Meaning: kleiner Seebrassen, Sargus annularis (Epich., Matro, Arist.; zur Sache Thompson Fishes s. v.).
Etymology: Herkunft unsicher. Nach Persson Beitr. 1, 473 f. A. 3 (mit semantischen Parallelen) zu lat. sparus, -um kurzer Speer, germ., z.B. ahd. sper Speer. Strömberg Fischn. 52 denkt dafür an σπαίρω zucken, zappeln, u. a. von sterbenden Fischen. Lat. LW sparus, -ulus.
Page 2,758