ἱεροποιός

From LSJ
Revision as of 17:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροποιός Medium diacritics: ἱεροποιός Low diacritics: ιεροποιός Capitals: ΙΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hieropoiós Transliteration B: hieropoios Transliteration C: ieropoios Beta Code: i(eropoio/s

English (LSJ)

ὁ, (ποιέω) A overseer of temples and sacred rites, title of magistrates at Athens and elsewhere, IG12.5, al., D.4.26, Arist.Pol.1322b24, Ath.54.6, Decr.ib.30.2, IG12(8).264 (Thasos, iv B.C.), SIG410 (Erythrae, iii B.C.), Inscr.Prien.14.25 (iii B.C.), etc.; ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν were different, D.21.115, Din.Fr.8.1. II sacrificer, D.H.1.40. 2 as adjective, ἱ. νεανίσκος, παρθένοι, ib.80,9.40.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
οἱ ἱεροποιοί à Athènes les dix hiéropes ou inspecteurs (un par tribu) chargés de surveiller les sacrifices ou les cérémonies religieuses ; dans d’autres Cités, magistrat chargé de l'administration d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροποιός: -όν, (ποιέω) ἐπιμελητὴς ἱερῶν τελετῶν, Λατιν. sacrificulus· ἐν Ἀθήναις ἱεροποιοὶ ἦσαν δέκα ἄρχοντες, εἷς ἐξ ἑκάστης φυλῆς, ὧν ἔργον ἦτο να ἐξετάζωσι τὰ θύματα μήπως εἶχον μῶμόν τινα, καλούμενοι καὶ μωμοσκόποι. Πλάτ. Λύσ. 207D, Δημ. 47. 13, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 19· ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. (σ. 78. 7 ἔκδ. Blass) λέγει: «κληροῖ δὲ (δηλ. ὁ δῆμος) καὶ ἱεροποιοὺς δέκα, τοὺς ἐπὶ τὰ ἐκθύματα καλουμένους, οἳ τά τε μαντευτὰ ἱερὰ θύουσιν, κἄν τι καλλιερῆσαι δέῃ, καλλιεροῦσι μετὰ τῶν μάντεων· κληροῖ δὲ καὶ ἑτέρους δέκα, τοὺς κατ’ ἐνιαυτὸν καλουμένους, οἳ θυσίας τέ τινας θύουσι, καὶ τὰς πεντετηρίδας ἁπάσας διοικοῦσι πλὴν Παναθηναίων»· ― διακρίνονται δὲ τῶν ἱερέων, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 13. πρβλ. 115. 13., 120. 14. κ. ἀλλ.· ― οἱ ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν ἦσαν ἄλλοι, Δημ 552. 6., 570. 5, Δείναρχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 468 ἐν τέλ.: ― ὑπῆρχον ὅμοιοι τούτοις καὶ ἀλλαχοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2056. 22, 2157, 2953, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ θυσιάζων, Διον. Ἁλ. 1. 40.

Greek Monolingual

ἱεροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προσφέρει θυσία, αυτός που θυσιάζει
2. το αρσ. ως ουσ.ἱεροποιός
α) ο επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών
β) στον πληθ. οἱ ἱεροποιοί
(στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι φρόντιζαν ώστε τα θύματα να είναι άμωμα, οι μωμοσκόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. παιδοποιός, ῳδοποιός.

Greek Monotonic

ἱεροποιός: -όν (ποιέω), επιμελητής ιερών τελετών· στην Αθήνα, οι ἱεροποιοί ήταν δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, που εξέταζαν τα προσφερόμενα προς θυσία, ώστε να είναι άμεμπτα, άμωμα, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροποιός: ὁ ведающий священными обрядами, наблюдающий за жертвоприношениями: οἱ ἱεροποιοί Plat., Dem., Arst. коллегия жрецов (из 10 человек, по наблюдению за правильностью выполнения священных обрядов); οἱ ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν Dem. коллегия по делам культа.

Middle Liddell

ἱερο-ποιός, όν ποιέω
managing sacred rites: at Athens, the ἱεροποιοί were ten magistrates, one from each tribe, who saw that the victims were perfect, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

president of the rites

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)