ευτυχώ

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐτυχῶ, -έω) ευτυχής
είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του»)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος, -η, -ο
1. ευτυχής, ευδαίμων («ευτυχισμένη οικογένεια»)
2. (για τόπο) πλούσιος, εύφορος («ευτυχισμένο νησί»)
3. αυτός που οδηγεί σε ευτυχία, αυτός που φέρνει ευτυχίαευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος»)
4. φρ. «ευτυχισμένη ιδέα» — ευτυχής, επιτυχημένη έμπνευση
νεοελλ.-μσν.
1. τυχαίνω, έχω την τύχη να...
μσν.
1. έχω κάτι σε αφθονία («τοιοῦτον στόλιον ἡ γῆ παντόχροον ἐφόρει, τοιοῦτον πέπλον εὐανθές, εὐύφαντον ηὐτύχει», Κ. Μανασσ.)
2. πετυχαίνω
αρχ.
1. πετυχαίνω στην εκτέλεση ή επιδίωξη του σκοπού μου («ὡς τἄλλα γ' εἶπας, εἴπερ εὐτυχήσομεν, κάλλισθ' ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός», Ευρ.)
2. (για πράγματα) ευδοκιμώ, πάω καλά («ἰὼ βρότεια πράγματ᾿
εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν», Αισχύλ.)
3. φέρνω ευτυχία
4. αποκτώ, παίρνω («εὐτυχεῖν παρά τῶν Σεβαστῶν στέφανον», επιγρ.)
5. φρ. «εὐτύχει», «εὐτυχεῑτε» — ευχή που γραφόταν στο τέλος επιστολών ή επιτύμβιων επιγραφών.