καθαιρώ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
(AM καθαιρώ, -έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι)
(για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε»)
μσν.-αρχ.
1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῦσα ψῆφος» — η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.)
2. εξοντώνω, αφανίζω («το τε λῃστρικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης», Θουκ.)
3. εξαλείφω, απομακρύνω
αρχ.
1. κατεβάζω κάτι που είναι αναρτημένο ή βρίσκεται ψηλά (α. «καθείλομεν ἱστία», Ομ. Οδ. β. «ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα», Ακολουθία Μεγάλης Παρασκευής)
2. (για μαγεία και μάγους) κατεβάζω από τον ουρανό στη γη («καθέλοιμι νύκτωρ τὴν σελήνην», Αριστοφ.)
3. κατεβάζω τα βλέφαρα νεκρού, του κλείνω τα μάτια («ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ», Ομ. Ιλ.)
4. φονεύω, σκοτώνω («ἥπερ καθεῑλε ταῦρον», Ευρ.)
5. (για ανώτερη δύναμη) καταβάλλω, εξολοθρεύω («μοῑρα τὸν φύσαντα καθεῑλε»
Σοφ.)
6. καταλύω την εξουσία κράτους, αρχής κ.λπ.
7. (για πόλεις, φρούρια, τείχη κ.λπ.) κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω («ἔγνω Πραξίτας πρῶτον μὲν τῶν τειχῶν καθελεῖν», Ξεν.)
8. καταργώ, ακυρώνω («καθαιρεῖν τὸ Μεγαρέων ψήφισμα», Θουκ.)
9. αποφασίζω
10. ελαττώνω, μειώνω («τῶν αὐξανομένων καὶ καθαιρουμένων γραμμῶν», Αριστοτ.)
11. καταλαμβάνω, κυριεύω («κὰδ δέ μιν ὕπνος ἥρει», Ομ. Οδ.)
12. παίρνω για τη νίκη μου αμοιβή ή βραβείο
13. συλλαμβάνω («καθαιρεῖν τινα ἐν ἀφροσύνη», Σοφ.)
14. επιτυγχάνω, κατορθώνω («ἀγώνιον... εὖχος ἔργῳ καθελών», Πίνδ.)
15. παθ. καθαιροῦμαι, -έομαι
στερούμαι («καθηρημένου τὴν αἴσθησιν», Πλούτ.)
16. φρ. «κατά με πέδον γᾱς ἕλοι» — να ανοίξει η γη να μέ καταπιεί (Ευρ.)
17. φρ. «καθαιρεῖν τῶν ὤτων» — πιάνω κάποιον από τα αφτιά
18. παίρνω στην εξουσία μου κάτι, αιχμαλωτίζω και παίρνω μαζί μου («τὴν δὲ οἱ πέμπτην τῶν νεῶν κατεῑλον διώκοντες οἱ Φοίνικες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱρῶ].