ἀπισχυρίζομαι
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
A oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Th.1.140, cf. Plu.Per.31; πρὸς τὰς ἡδονάς Id.Agis 4,al.; hold out against, πρὸς δίψος Them.Or.11.149c. II set oneself to affirm, maintain a thing, ib.28.342c, Eust.1278.53, etc. III cling firmly, of the λεπάς, Sch.Ar.Pl.1096.
Spanish (DGE)
I oponerse resueltamente abs. Th.1.140, Plu.2.81a, Eust.1278.53
•c. prep. πρὸς τὰς ἡδονάς Plu.Agis 4, πρὸς τοὺς ἄλλους Them.Or.28.342c
•resistir, aguantar πρὸς δίψος Them.Or.11.149c.
II 1aferrarse firmemente κατὰ τὸ βέλτιστον Plu.Per.31.
2 fig. mantener, asegurar c. inf. οἱ δὲ ἄντικρυς μὴ ποιήσειν ἀπεῖπον, κρεῖσσον ἀπισχυρισάμενοι εἶναι ... se opusieron absolutamente a que hiciera eso, manteniendo con firmeza que era mejor ... Procop.Goth.4.27.24, cf. D.C.38.7.1.
German (Pape)
[Seite 292] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.
French (Bailly abrégé)
s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.
Étymologie: ἀπό, ἰσχυρίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπισχῡρίζομαι: оказывать сильное сопротивление, решительно противиться (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπισχῡρίζομαι: ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, ἄντικρυς ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. διισχυρίζομαι, ἐπιμένω, Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ ἐπισχυρίζομαι: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, διαρρήδην, Εὐστ. 1861. 41.
Greek Monolingual
ἀπισχυρίζομαι (AM)
μσν.
υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
αρχ.
επίμονα αντιτίθεμαι.
Greek Monotonic
ἀπισχῡρίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., εναντιώνομαι με επιμονή, αρνούμαι ευθέως, πρός τινα, σε Θουκ.
Middle Liddell
Dep. to set oneself to oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Thuc.