καταφρύγω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ῡ], A burn away, burn to ashes, of lightning, Ar.Nu. 396:—Pass., of love, v.l. in Theoc.14.26 (Pap. ined.). 2 parch, consume, of disease, Alex.Trall.Febr.4:—Pass., to be dried up, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ruf. ap. Aët.5.95: fut. -φρυγήσομαι Hsch.:—also καταφρον-φρύς<ς>ω, καταφρον-φρύττω, Id., Olymp. in Mete.299.11.
French (Bailly abrégé)
1 brûler;
2 dessécher.
Étymologie: κατά, φρύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φρύγω verbranden; overdr.: κατεφρύγετο zij brandde van verlangen Theocr. Id. 14.26.
Russian (Dvoretsky)
καταφρύγω: (ῡ) сжигать, испепелять (τινά Arph.).
Greek Monolingual
καταφρύγω AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω
μέσ. καταφρύγομαι
ξηραίνομαι τελείως
μσν.
μέσ. καταφρύγομαι
(για νερό) στερεύω
αρχ.
1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω
2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φρύγω «ψήνω, καίω»].
Greek Monotonic
καταφρύγω: [ῡ], μέλ. -ξω, καίω σε στάχτες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρύγω: ῡ, κατακαίω, καίω μέχρι τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.
Middle Liddell
German (Pape)
zerreißen, VLL καταξηραίνειν; vom Blitz, ὁ κεραυνὸς καταφρύγει βάλλων ἡμᾶς Ar. Nub. 396; ausdörren, von der Fieberhitze, Medic.