βράχω

From LSJ
Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

German (Pape)

[Seite 463] nur aor. (onomatopoet.), rasseln, krachen, dröhnen; Hom. öfters, aber nur in den Formen ἔβραχε und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, ἔβραχε Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; φήγινος ἄξων 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; χθών 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – αἰθήρ Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf.

French (Bailly abrégé)

1 retentir, résonner;
2 craquer, grincer;
3 pousser un cri terrible.
Étymologie: R. Βραχ, retentir.

Russian (Dvoretsky)

βράχω: (только 3 л. sing. aor. 2 ἔβρᾰχε и βράχε)
1) звучать, звенеть или лязгать, бряцать (βράχε τεύχεα χαλκῷ Hom., Hes.);
2) гудеть (βράχε χθών Hom.);
3) трещать (ἔβραέ φήγινος ἄξων Hom.);
4) стонать, выть (ἔβραχε Ἄρης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

βράχω: ῥίζα ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ ἔβραχε ἢ βράχε, ‒ ῥῆμα ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν ἔβραχε χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· ὡσαύτως ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα αὐτόθιτρίζω, ὁ δ’ ἔβραχε φήγινος ἄξων Ε.838 · κραυγάζω,«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης αὐτόθι 859· ὁ δ᾽ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.

English (Autenrieth)

aor. ἔβραχε, βράχε: clash, crack, bray , (a word whose applications are difficult to reconcile); of armor, an axle, Il. 5.838; the earth (cf. ‘crack of doom’), Il. 21.387; a river, Il. 21.9; a door, Il. 21.49; the wounded Ares, Il. 5.859, 863 a horse, Il. 16.468.

Greek Monotonic

βράχω: ρίζα που βρίσκεται μονάχα στο γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ ἔβραχε ή βράχε, κροταλίζω, βροντώ, τραντάζω, συγκρούω, κτυπώ· λέγεται για τον οπλισμό· χρησιμοποιείται για χείμαρρο, κάνω πάταγο· λέγεται και για τον τροχό, τρίζω· επίσης λέγεται και για τον τραυματισμένο, ουρλιάζω, σκούζω, μουγκρίζω· όλα σε Ομήρ. Ιλ.