ἐξεταστικός
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
ή, όν, A capable of examining into, τῶν ἔργων X.Mem.1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.Herm.64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν exacting, Hierocl.in CA7p.429M.: abs., fitted for inquiry, of Dialectic, Arist.Top.101b3 (in Po.1455a34 ἐκστατικοί is prob. l.). Adv. -κῶς D.17.13. II ἐ. (sc. ἀργύριον), τό, salary of an ἐξεταστής, Id.13.4.
German (Pape)
[Seite 879] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à rechercher, à examiner;
2 qui recherche ou examine.
Étymologie: ἐξετάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεταστικός:
1) умеющий исследовать, тщательно разбирающий (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);
2) исследующий (διαλεκτική Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος ἢ ἁρμόδιος νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., ἐρευνητικός, περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξεταστικός, -ή, -όν) εξεταστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος ν' αναζητεί την αλήθεια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν
αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα.
Greek Monotonic
ἐξεταστικός: -ή, -όν (ἐξετάζω),
I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος, σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ.
II. ἐξ. (ενν. ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐξεταστικός, ή, όν ἐξετάζω
I. capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem.
II. ἐξ. (sc. ἀργύριον), the salary of an ἐξεταστής, Dem.