παρακομιδή

From LSJ
Revision as of 15:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομῐδή Medium diacritics: παρακομιδή Low diacritics: παρακομιδή Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: parakomidḗ Transliteration B: parakomidē Transliteration C: parakomidi Beta Code: parakomidh/

English (LSJ)

ἡ, A transportation, conveyance, τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. PRev.Laws 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; bringing up, τοῦ χάρακος Id.18.18.4. II (from Pass.) going across or sailing across, passage, transit, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.

German (Pape)

[Seite 484] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de transporter, transport;
2 traversée, trajet.
Étymologie: παρακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακομιδή -ῆς, ἡ [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακομῐδή:
1 привоз, доставка (ἐπιτηδείων Polyb.);
2 переезд (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).

Greek Monolingual

ἡ, Α παρακομίζω
1. μεταβίβαση, μεταφορά
2. συμπλήρωση
3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῖς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῦ πόρου», Πολ.).

Greek Monotonic

παρακομῐδή: ἡ,
I. μεταφορά, μεταβίβαση, σε Θουκ.
II. (από την Παθ.), πέρασμα ή μετάβαση στο απέναντι σημείο, διάβαση, πέρασμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομῐδή: ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, μεταφορά, Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― συμπλήρωσις, τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ ἀντιπέραν μέρος, διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.

Middle Liddell

παρακομῐδή, ἡ,
I. a carrying across, transporting, Thuc.
II. (from Pass.) a going or sailing across, passage, transit, Thuc. [from παρακομίζω

English (Woodhouse)

bringing in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)