ἐπείσακτος

From LSJ
Revision as of 19:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείσακτος Medium diacritics: ἐπείσακτος Low diacritics: επείσακτος Capitals: ΕΠΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: epeísaktos Transliteration B: epeisaktos Transliteration C: epeisaktos Beta Code: e)pei/saktos

English (LSJ)

ον, A brought in from outside, opp. οἰκεῖος, [Ἔρως] διὰ τῶν ὀμμάτων Pl.Cra.420b; alien, opp. αὐτόχθων, E.Ion 590; σῖτος D.18.87, 20.31; τροφή Hdn.8.5.4, cf. Ostr.757.4 (ii B.C.); ἡδονή Arist.EN 1169b26; κακόν Com.Adesp.110.5; γάμοι J.AJ8.7.5; βασιλεύς Hdn. 1.5.5; θύραθεν ἐ., opp. φύσει ὑπάρχον, Arist.PA659b19; εἰ ἐπείσακτον τὸ τῆς ἀρετῆς ἦν, καὶ μηδὲν αὐτοῦ φύσει ἡμῖν μετῆν Muson.Fr.2p.6H.: fem. [ἐπει] σάνκτην (sic) is prob. l. in SIG1231 (Nicomedia). 2 capable of import, Aristid.Or.36(48).17,18.

German (Pape)

[Seite 911] noch dazu eingeführt, eingebracht; σῖτος Dem. Lept. 31; τροφή Hdn. 8, 5. – Daher fremdartig, angenommen, Gegensatz οἰκεῖος, Plat. Crat. 420 b; γένος, im Gegensatz von αὐτόχθονες, Eur. Ion 590; von τὰ πάτρια, Ath. V, 274 c; ἡδονή Arist. Eth. 9, 9; οἰκέται Plut. T. Graech. 8; a. Sp., auch im adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 importé, amené du dehors;
2 étranger.
Étymologie: ἐπεισάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπείσακτος: Eur., Plat. etc. = ἐπεισαγώγιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείσακτος: -ον, ὡς τὸ ἐπακτός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ οἰκεῖος, ἔρως δέ, ὅτι ἐσρεῖ ἔξωθεν καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ αὕτη τῷ ἔχοντι, ἀλλ’ ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων Πλάτ. Κρατ. 420Β. ΙΙ. ὁ ἔξωθεν, ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς εἰσαγόμενος, ἀλλότριος, ξένος, ἀντίθετον τῷ αὐτόχθων, εἶναί φασι τὰς αὐτόχθονας Ἀθήνας οὐκ ἐπείσακτον γένος Εὐρ. Ἴων 590· σῖτος Δημ. 254. 10., 466. 21· ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 9, 4· κακὸν Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 5· θύραθεν ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φύσει ὑπάρχον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 11· ― θηλ. ἐπεισάκτη εἶναι πιθανὴ γραφὴ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ― Ἐν Ἰουστινιαν. Νεαραῖς 123, 29, τὸ ἐπείσακτος, ον, = συνείσακτος, ον. ― Ἐπίρρ. ἐπεισάκτως, αὐτὸς μὲν φύσει τοῦτο ἔχει, ἡμεῖς δ’ ἐπεισάκτως Ἰω. Χρυσ. τ. 4. σ. 265, 32.

Greek Monolingual

ἐπείσακτος, -ον (Α) επεισάγω
1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ' έξω, από άλλη χώρα
ἐπείσακτος σῑτος»
«εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.)
2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από μέσα μας («ἔρως ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων», Πλάτ.)
3. εκείνος που προέρχεται από πνευματικό δεσμό, από τη χάρη του θεού.
ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)
φρ. «ἐπεισακτὸν κέρδος» — τόκος.

Greek Monotonic

ἐπείσακτος: -ον, αυτός που εισήχθη επιπλέον· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, αλλοδαπός, ξένος, σε Ευρ., Δημ.

Middle Liddell

ἐπ-είσακτος, ον
brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign, Eur., Dem.

English (Woodhouse)

alien, foreign, imported, not natural

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)