παιδοφόνος
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον, killing children, ἀνήρ the slayer of my children, Il.24.506, cf. Porph.Abst.3.19; λέαινα E.Med.1407 (anap.); συμφορὴ π. the accident or calamity of having killed a son, Hdt.7.190; π. αἷμα the blood of slain children, E.HF1201 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 442] Kinder, Knaben tödtend; ἀνήρ, Il. 24, 506; συμφορή, Her. 7, 190; λέαινα, Eur. Med. 1407; auch αἷμα παιδοφόνον, Kindermord, Herc. Fur. 1201; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des enfants.
Étymologie: παῖς, πεφνεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοφόνος -ον [παῖς, φόνος] kinderen dodend.
Russian (Dvoretsky)
παιδοφόνος: связанный с убийством детей, детоубийственный: ἀνὴρ π. Hom. детоубийца, т. е. Ахилл, (убивший сына Приама); αἷμα παιδοφόνον Eur. детоубийство; π. λέαινα Eur. убивающая собственных детей львица, т. е. Медея; π. συμφορή Her. трагическая гибель детей.
English (Autenrieth)
slayer of one's children, Il. 24.506†.
Greek Monolingual
-ο (Α παιδοφόνος, -ον)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδροφόνος].
Greek Monotonic
παιδοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει παιδιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· παιδοφόνος συμφορή, το δυστύχημα ή η συμφορά του να έχει κάποιος σκοτώσει παιδί, σε Ηρόδ.· παιδοφόνον αἷμα, το αίμα σκοτωμένων παιδιών, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφόνος: -ον, ὁ φονεύων παιδία, ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 506· λέαινα Εὐρ. Μήδ. 1407· ἦν γάρ τις καὶ τοῦτον ἄχαρις συμφορὴ λυπεῦσα παιδοφόνος, ἡ συμφορὰ ὅτι ἐφόνευσε τὸν ἑαυτοῦ παῖδα, Ἡρόδ. 7. 190· π. αἷμα, τὸ αἷμα τῶν πεφονευμένων τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1201.
Middle Liddell
παιδο-φόνος, ον, [*φένω
killing children, Il., Eur.; π. συμφορή the accident or calamity of having killed a son, Hdt.; π. αἷμα the blood of slain children, Eur.