πενθαλέος

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθᾰλέος Medium diacritics: πενθαλέος Low diacritics: πενθαλέος Capitals: ΠΕΝΘΑΛΕΟΣ
Transliteration A: penthaléos Transliteration B: penthaleos Transliteration C: penthaleos Beta Code: penqale/os

English (LSJ)

α, ον, A sad, mourning, ἐστόρεσαν παλάμαις π. AP7.604 (Paul. Sil.); π. τοκῆας Supp.Epigr.6.140.6 (Cotiaeum); μορφᾶς εἰκὼν π. IG3.1416. 2 mourned, θάνατος Supp.Epigr.6.140.22 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 554] traurig, trauernd, παλάμαι, Agath. 83 (VII, 604).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 triste;
2 qui cause de la tristesse.
Étymologie: πένθος.

Russian (Dvoretsky)

πενθᾰλέος: печальный, скорбный (παλάμαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πενθᾰλέος: -α, -ον, πένθιμος, ἐστόρεσαν παλάμαις π. Ἀνθ. Π. 7, 604· π. τοκῆας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 372. 30· - θηλ. πενθάς, άδος, Λαϊνέης Νιόβης .. πενθάδα πέτρην Νόνν. Δ. 14.271, κτλ. ΙΙ. προξενῶν πένθος, δόρυ Χρησμ. Σιβ. 12. 203.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. ο πολύ πένθιμος ή ο πολύ λυπημένος
2. αυτός που προξενεί πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

πενθᾰλέος: -α, -ον, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πενθᾰλέος, η, ον,
sad, mourning, Anth.