κατασχηματίζω

From LSJ
Revision as of 20:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχημᾰτίζω Medium diacritics: κατασχηματίζω Low diacritics: κατασχηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kataschēmatízō Transliteration B: kataschēmatizō Transliteration C: kataschimatizo Beta Code: katasxhmati/zw

English (LSJ)

dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.

French (Bailly abrégé)

former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σχηματίζω een vorm geven:. κατασχηματίζεσθαι πάντας πρὸς τὸ καλόν dat allen gevormd werden tot de deugd Plut. Lyc. 27.5.

Russian (Dvoretsky)

κατασχηματίζω:
1 одевать, наряжать: (τὸ σχῆμα), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);
2 образовывать, воспитывать (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ καλόν Plut.).

Greek Monolingual

κατασχηματίζω (AM)
μσν.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς
αρχ.
1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω
2. (κατ' επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω
3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι
παίρνω μορφή ανάλογη με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

κατασχημᾰτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to dress up or invest with a certain form or appearance, Isocr., Plut.:—Mid. or Pass. to conform oneself, Plut.

German (Pape)

bilden, gestalten; σφᾶς αὐτούς Isocr. 11.24; Plut. Rom. 26 und andere Spätere