ῥυσιάζω
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
Dor. ῥῡτιάζω IG42(1).77.11,al. (Epid., ii B.C.):—treat as a ῥύσιον, seize, distrain upon, οὐ ῥυσιάζω, τἀμὰ δ' εὑρίσκω φίλα E.Ion 523, cf. SIG629.20 (Delph., ii B.C.), al., Ph.1.638; of plundering a city as reprisal for stolen property, τὴν πόλιν D.S.8.7:—Pass., to be so treated, A.Supp.424 (lyr.), E.Ion1406, IGl.c.; τί ῥυσιασθείς; robbed of what? cj. in E.Heracl.163; of debtors at Rome, Plu.Cor.5: metaph., ψευδόδειπνα . . μαργώσης γνάθου ἐρρυσιάσθη cj. in A.Fr. 258.
French (Bailly abrégé)
1 enlever de force, arracher;
2 prendre et retenir en gage ; Pass. être pris comme gage.
Étymologie: ῥύσιον.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσιάζω:
1 захватывать силой, похищать Aesch., Eur.;
2 грабить (τὴν πόλιν Diod.);
3 захватывать в качестве залога Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσῐάζω: μέλλ. -άσω, (ῥύσιον) ἁρπάζω ὡς λάφυρον, μετὰ βίας σύρω, ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) διαρπάζω, τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. ῥύσια.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α ῥύσιον / ῥύτιον]
1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ
2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.)
3. παθ. ῥυσιάζομαι
(στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία
4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) ῥυσιάζεσθαι
(κατά τον Φώτ.) «ἐνεχυριάζειν».
Greek Monotonic
ῥῡσῐάζω: μέλ. -άσω (ῥύσιον), αρπάζω ως λάφυρο, σύρω με βία, αποσπώ, σε Ευρ. — Παθ., σέρνομαι βιαίως μακριά, αρπάζομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
ῥῡσῐάζω, fut. -άσω ῥύσιον
to seize as a pledge, to drag away, Eur.:—Pass. to be so dragged away, Eur.
German (Pape)
wegziehen, wegreißen, mit Gewalt weg nehmen; μηδὲ ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρᾶν ῥυσιασθεῖσαν, Aesch. Suppl. 424; Eur. Ion 523, 1406; – als Pfand wegnehmen, abpfänden, auspfänden, ἐνέχυρα λαμβάνω, Suid.; pass., Plut. Coriol. 5.