ἀποπλέω

From LSJ
Revision as of 17:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέω Medium diacritics: ἀποπλέω Low diacritics: αποπλέω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΩ
Transliteration A: apopléō Transliteration B: apopleō Transliteration C: apopleo Beta Code: a)pople/w

English (LSJ)

Ep. ἀποπλείω, Ion. ἀποπλώω v.l. in Hdt.4.156,157, cf. Arr. Ind.26.9: fut. ἀποπλεύσομαι Hdt.4.147; ἀποπλευσοῦμαι Pl.Hp.Mi.371b:— sail away, sail off, οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.418, etc.; ἐπ' Αἰγύπτου Hdt. 1.1, cf. Ar.Ra.1480; ὀπίσω ἀ. Hdt.4.156; ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61; ἐπ' οἴκου Id.1.55.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀποπλείω
• Morfología: [fut. ἀποπλευσεῖσθαι Pl.Hp.Mi.371b, aor. ἀπέπλευσαν Plu.2.27c]
hacerse a la mar, zarpar c. ac. de dir. οἴκαδ' Il.9.418, 685, Th.6.47, ἄστυδ' Od.16.331, ἐς Κόρινθον Hdt.1.24, cf. Th.2.84, X.HG 5.1.6, ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον Hdt.8.11, πρὸς Σάμον X.HG 2.3.3, εἰς Πελοπόννησον Pl.Ep.348d
c. ἐπί y gen. ἀποπλέοντας ἐπ' Αἰγύπτου Hdt.1.1, ἐπ' οἴκου Th.1.55
c. prep. y gen. de procedencia ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61, cf. 1.89, ἀπὸ τῆς σφετέρας X.Ath.2.5, παρὰ τοῦ βασιλέως Theopomp.Hist.107
κατὰ βίου τε καὶ τῆς γῆς ζήτησιν Hdt.1.94
abs. ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον Od.8.501, ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.N.7.36, cf. Th.1.52, Ar.Ra.1480, X.An.5.4.12, Arr.Ind.26.9, Plu.l.c., combinado con οἴχομαι: ἀποπλέων ω[ἴχε] τ' ἐς Κνωσσόν B.1.122
c. ciertos adv. volver navegando ὀπίσω Hdt.4.156, πάλιν ἐς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς X.HG 2.1.23, Plb.1.36.2, αὖτις Plb.5.29.4
s. cont., PLille 3.5 (III a.C.)
en sent. fig. marcharse, poner tierra por medio ἀποπλεῖς ἐτεόν; ¿de veras te largas? Ar.Er.144, cf. Com.Adesp. en POxy.3540.36 (cf. ἀποπλώω).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλέω), absegeln, wegschiffen, Pind. N. 7, 36; ἐπὶ Αἴγυπτον Her. 1, 1; fut., 4, 147 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλεύσομαι ou ἀποπλευσοῦμαι;
s'éloigner par mer.
Étymologie: ἀπό, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπλέω: эп.-ион. ἀποπλείω и ἀποπλώω (fut. ἀποπλεύσομαι и ἀποπλευσοῦμαι - ион. ἀποπλώσομαι)
1 отплывать Hom., Her., Thuc., Arph., Plut.;
2 плыть обратно Hom., Her., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέω: Ἐπ. -πλείω, Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι ἢ -πλευσοῦμαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 371Β, κ. ἀλλ.· Ἰων. - πλώσομαι Ἡρόδ. 4. 147, κ. ἀλλ.: - ἀποπλέω ἐκ τόπου τινὸς ὅπως: μεταβῶ εἰς ἄλλον, οἴκαδ’ ἀποπλείειν Ἰλ. Ι. 418, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 1· ὀπίσω ἀποπλώειν ὁ αὐτ. 4. 156· ἀπέπλεον ἐκ τῆς Σικελίας ἐς τὰς Ἀθήνας Θουκ. 6. 61· ἐπ’ οἴκου ὁ αὐτ. 1. 55. 2) ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1480.

English (Slater)

ἀποπλέω sail away, sail back ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)

English (Strong)

from ἀπό and πλέω; to set sail: sail away.

English (Thayer)

1st aorist ἀπέπλευσα; (from Homer down); to sail away, depart by ship, set sail: Acts 27:1.

Greek Monolingual

(AM ἀποπλέω)
(για πλοίο ή επιβάτες πλοίου) αναχωρώ.

Greek Monotonic

ἀποπλέω: Επικ. -πλείω, Ιων. -πλώω· μέλ. -πλεύσομαι ή -πλευσοῦμαι, Ιων. -πλώσομαι· πλέω μακριά από έναν τόπο για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell


to sail away, sail off, Il., Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:¢poplšw 阿坡-普累哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-漂行
字義溯源:起航,出航,開船,坐船,航行各地;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(πλέω)*=航行)組成。這字是航海用的述語,路加在使徒行傳中用此字來描述他們事工的行程
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編
1) 坐船(2) 徒13:4; 徒27:1;
2) 開船(1) 徒20:15;
3) 他們就坐船(1) 徒14:26

French (New Testament)

prendre la mer, lever l'ancre ; naviguer