καινουργέω

From LSJ
Revision as of 14:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργέω Medium diacritics: καινουργέω Low diacritics: καινουργέω Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: kainourgéō Transliteration B: kainourgeō Transliteration C: kainourgeo Beta Code: kainourge/w

English (LSJ)

A make new, Alciphr.3.3; re-create, τινα Zos.Alch. p.108 B. 2 begin something new, τι Hp.VM21; τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? E.IA2 (anap.); κ. λόγον speak new, strange words, ib.838; coin, ὄνομα Dam.Pr.439: abs., ἐπὶ τὸ κ. φέρου Antiph.29: usually in bad sense, make innovations, περί τι X.HG6.2.16, cf. D.H.11.21:—Pass., τὰ καινουργούμενα all attempts at alteration, Arist.Mu.398a35.

German (Pape)

[Seite 1295] neu machen; σαγήνην Alciphr. 3, 3; neuern, Neuerungen anfangen, bes. im Staate, tadelnd, Eur. I. A. 2. 838; περὶ τοὺς μισθοφόρους Xen. Hell. 6, 2, 16, wie Luc. Prom. 6; εὐχρηστίας

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire ou produire pour la première fois, innover : τί δὲ καινουργεῖς ; EUR que médites-tu de nouveau ?;
2 faire qch d'étrange : κ. λόγον prononcer d'étranges paroles.
Étymologie: καινουργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινουργέω [καινουργός] Ion. praes. 3 plur. καινουργέουσι iets nieuws doen, iets ongewoons doen:. ἢν τύχωσι... τι κεκαινουργηκότες als (de patiënten) iets ongewoons gedaan hebben Hp. VM 21; τί δὲ καινουργεῖς; waarom dit vreemde gedrag? Eur. IA 2. vernieuwen, veranderen (vaak ongunstig):. καινουργεῖς λόγον je verzint een vreemd verhaal Eur. IA 838, καινουργεῖν ὁδούς nieuwe wegen inslaan Luc. 58.23.

Russian (Dvoretsky)

καινουργέω:
1 затевать нововведения, задумывать новое, предпринимать реформу (περί τι Xen., Luc.): τί δὲ καινουργεῖς; Eur. что ты замышляешь?; τὰ καινουργούμενα Arst. политические перемены, перевороты;
2 странно вести себя: κ. λόγον Eur. говорить странные вещи;
3 (впервые), вводить (τὴν εὐχρηστίαν Anth.).

Greek Monotonic

καινουργέω: ξεκινώ, αρχίζω κάτι νέο, τί καινουργεῖς; ποιο νέο σχέδιο μελετάς; σε Ευρ.· κ. λόγον, μιλώ με νέα και παράδοξα λόγια, στον ίδ.· επιφέρω μεταβολές, νεωτερίζω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργέω: κατασκευάζω ἐκ νέου, λαβεῖν χρυσίνους τέτταρας, ἐξ ὧν αὖθις καινουργῆσαί μοι τὴν σαγήνην ὑπάρξειεν Ἀλκίφρων 3. 3. 2) ἀρχίζω τι νέον πρᾶγμα, ἀρχίζω νὰ κάμνω τι νεωστί, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τί καινουργεῖς; τί νέον σχέδιον μελετᾷς; Εὐρ. Ι. Α. 2· καινουργέω λόγον, ὁμιλῶ νέους, παραδόξους λόγους, αὐτόθι 838· ἐπὶ τὸ καινουργεῖν φέρου, κάμνε τι νέον, ἀσύνηθες, πρωτοφανές, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀλκήστιδι» 1· κάμνω νεωτερισμούς, νεωτερίζω, περί τι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 16, πρβλ. Διον. Ἁλ. 11. 21: - Παθ., τὰ καινουργούμενα, πᾶσα πρὸς μεταβολὴν ἢ ἀλλοίωσιν ἐπιχείρησις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 12.

Middle Liddell

[from καινουργός
to begin something new, τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? Eur.; κ. λόγον to speak new, strange words, Eur.: to make innovations, Xen.; and