ἀντιδιδάσκω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A inform, instruct in turn or on the other side, App.BC 5.19, AP6.236 (Phil.). II of dramatists, etc., contend for the prize, Ar.V.1410, cf. Satyr.Vit Eur.Fr.38.19, D.Chr.37.40.
Spanish (DGE)
1 informar a su vez ὃ δὲ ἀντεδίδασκεν αὐτούς, ὅτι αὐτῷ ... πάντα εἶναι φίλια App.BC 5.19, cf. AP 6.236 (Phil.).
2 de poetas dramáticos o líricos enseñar a un coro en concurso, luchar por el premio Λᾶσός ποτ' ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης Ar.V.1410, cf. Satyr.Vit.Eur.39.16.19, Fauorin.Cor.40.
German (Pape)
[Seite 251] (s. διδάσκω), dramatische Stücke gegen einander einüben u. aufführen zum Wettkampf, Ar. Vesp. 1410; übh. dagegen, zur Vergeltung lehren, Philipp. 30 (VI, 236).
French (Bailly abrégé)
1 enseigner à son tour ou au contraire;
2 présenter une pièce de théâtre pour disputer le prix.
Étymologie: ἀντί, διδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδῐδάσκω:
1 обучать взамен (ὅπλα καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);
2 оспаривать друг у друга награду (Λᾶσος ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιδάσκω: λέγω τὸ ἐναντίον, ἀντιπείθω, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 19, Ἀνθ. Π. 6. 236. ΙΙ. ἐπὶ δραματικῶν ἢ λυρικῶν ποιητῶν, ἀνταγωνίζομαι περὶ τοῦ βραβείου, Ἀριστοφ. Σφ. 1410.
Greek Monolingual
ἀντιδιδάσκω (Α)
1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο
2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ' αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος.
Greek Monotonic
ἀντιδῐδάσκω: μέλ. -ξω, διδάσκω με τη σειρά μου ή υποστηρίζω, ισχυρίζομαι το αντίθετο, αντιπείθω, σε Ανθ.· λέγεται για ποιητές, συναγωνίζομαι για βραβείο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to teach in turn or on the other side, Anth.:—of poets, to contend for the prize, Ar.